Η Χίος, το νησί της μαστίχας και των αρωματικών δασών, ζει από την Κυριακή 22 Ιουνίου μια από τις πιο σκληρές περιπέτειες της σύγχρονης ιστορίας της. Μια τεράστια φωτιά, που ξέσπασε αιφνίδια σε τρία διαφορετικά σημεία του νησιού, εξαπλώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα, απειλώντας ανθρώπινες ζωές, περιουσίες, παραγωγικές δραστηριότητες και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον. Η πρωτοφανής κινητοποίηση των δυνάμεων πυρόσβεσης, η αυταπάρνηση των εθελοντών και η ψυχραιμία των κατοίκων, συγκρότησαν μια δύσκολη αλλά ηρωική μάχη ενάντια στη φωτιά. Πίσω, όμως, έμεινε η καταστροφή – και τα αμείλικτα ερωτήματα για το πώς και γιατί.
Το ξέσπασμα της πυρκαγιάς: τρεις εστίες, ένας εφιάλτης
Το μεσημέρι της Κυριακής, μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες, ξέσπασαν τρεις πυρκαγιές σχεδόν ταυτόχρονα: στην περιοχή του Κοφινά, στην Αγία Άννα και κοντά στον Άγιο Μακάριο Βροντάδου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε από την πρώτη στιγμή ερωτήματα για εμπρηστική ενέργεια, καθώς η χρονική σύμπτωση θεωρείται εξαιρετικά ύποπτη. Οι φλόγες άρχισαν να καταπίνουν ταχύτατα εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση, θάμνους και πευκοδάση, δυσχεραίνοντας την επέμβαση των πυροσβεστών λόγω του ανώμαλου ανάγλυφου και των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή.
Άμεσα τέθηκε σε κινητοποίηση ολόκληρος ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας. Περισσότεροι από 440 πυροσβέστες με 85 οχήματα έφτασαν στη Χίο από όλη την Ελλάδα. Στο έργο της κατάσβεσης συνέδραμαν 21 ομάδες πεζοπόρων τμημάτων, 30 εθελοντές, υδροφόρες του στρατού, μηχανήματα των δήμων, καθώς και δεκάδες κάτοικοι που πάλεψαν δίπλα στους επαγγελματίες.
Από αέρος επιχείρησαν κατ’ επανάληψη πυροσβεστικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, όμως οι ριπές των ανέμων, που έφταναν τα 7 μποφόρ, συχνά καθιστούσαν τις ρίψεις νερού δύσκολες και αναποτελεσματικές. Αντιπυρικές ζώνες χαράχθηκαν μέσα σε ελάχιστες ώρες για να περιορίσουν την επέκταση των φλογών προς κατοικημένες περιοχές, ενώ μικρά μέτωπα διασπάστηκαν με τη βοήθεια της τεχνολογίας και της εμπειρίας των ειδικών.
Το 112 ήχησε αρκετές φορές στα κινητά τηλέφωνα των κατοίκων. Οικισμοί όπως το Λιθί, η Βέσσα, ο Βροντάδος και ο Ζυφιάς εκκενώθηκαν για προληπτικούς λόγους, ενώ αρκετοί κάτοικοι χρειάστηκε να διανυκτερεύσουν σε γυμναστήρια, εκκλησίες και σχολεία.
Τουλάχιστον τρία σπίτια έχουν υποστεί ολική καταστροφή, ενώ αρκετά άλλα παρουσίασαν ζημιές σε σκεπές και περιβάλλοντες χώρους. Ιδιαίτερη ανησυχία προκλήθηκε για τη Μαστίχα, τη «χρυσή ρητίνη» του νησιού. Παρότι μεγάλο μέρος των καλλιεργειών διασώθηκε, ένα ποσοστό – ειδικά στις περιοχές κοντά στη Βέσσα – υπέστη σοβαρές απώλειες.
Οικολογική καταστροφή σε τεράστια κλίμακα
Σύμφωνα με τους πρώτους δορυφορικούς υπολογισμούς, τουλάχιστον 40.000 στρέμματα έχουν γίνει στάχτη – αριθμός που πιθανώς να αγγίξει ή να ξεπεράσει τα 65.000 καθώς η αποτύπωση συνεχίζεται. Οι περιοχές που επλήγησαν περιλαμβάνουν δασικές εκτάσεις με πεύκα, θαμνώδεις περιοχές και σημαντικό αριθμό ελαιώνων και αγροτικών εκτάσεων. Η βιοποικιλότητα έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα, με μικρά θηλαστικά, πουλιά και έντομα να χάνουν το φυσικό τους περιβάλλον.
Τα πρώτα ίχνη εμπρησμού
Οι αρχές εκτιμούν πως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η φωτιά ήταν προϊόν εμπρηστικής ενέργειας. Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού βρίσκεται ήδη στο νησί, ενώ έχουν γίνει προσαγωγές δύο υπόπτων – μία στη Χίο και μία στην Αθήνα. Ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Δεν αποκλείουμε κανένα ενδεχόμενο, όμως όλα δείχνουν ότι πρόκειται για ενέργεια με σχέδιο και στόχο».
Το πρωί της Τετάρτης 25 Ιουνίου, τα ενεργά μέτωπα έχουν τεθεί υπό έλεγχο. Ωστόσο, οι αρχές παραμένουν σε επιφυλακή καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι οι αναζωπυρώσεις σε τέτοιες συνθήκες είναι πολύ πιθανές. Το νησί έχει κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έως τις 22 Ιουλίου, ενώ άμεσα αναμένεται να ξεκινήσουν ενέργειες αποκατάστασης των ζημιών και αποζημίωσης των πληγέντων. Παράλληλα, θα χρειαστεί να υπάρξουν άμεσες ενέργειες αναδάσωσης και προστασίας των καμένων περιοχών από διάβρωση και πλημμύρες.
Η Χίος βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν πύρινο εφιάλτη, που ανέδειξε πόσο ευάλωτα είναι τα νησιά μας στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής αλλά και στις εγκληματικές ενέργειες ανθρώπων χωρίς συνείδηση. Μέσα από τις στάχτες της, το νησί οφείλει τώρα να ανασυγκροτηθεί: να στηρίξει τους ανθρώπους της υπαίθρου, να επουλώσει τις πληγές στο φυσικό της τοπίο και να επενδύσει στην πρόληψη, την εκπαίδευση και τη θωράκιση απέναντι σε τέτοιες τραγωδίες. Η δύναμη της κοινότητας, η συνείδηση των πολιτών και η αλληλεγγύη μπορούν – και πρέπει – να αποτελέσουν το θεμέλιο για ένα καλύτερο αύριο.