Από τις 15 Μαρτίου, τίθενται σε ισχύ σημαντικές αλλαγές στη νομοθεσία που αφορούν την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, καθώς και την υπερωριακή και νυχτερινή απασχόληση. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών για αυτές τις μορφές απασχόλησης θα γίνεται πλέον επί του βασικού ωρομισθίου, χωρίς την προσαύξηση που αντιστοιχεί στις ειδικές αυτές περιπτώσεις.
Μέχρι πρότινος, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονταν επί του συνολικού ποσού που λάμβανε ο εργαζόμενος, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων για υπερεργασία, υπερωρίες, νυχτερινή εργασία και εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες. Με τη νέα ρύθμιση, οι εισφορές θα υπολογίζονται μόνο στο βασικό ωρομίσθιο, χωρίς την προσαύξηση.
Αυτή η αλλαγή αποσκοπεί στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τους εργοδότες και στην αύξηση των καθαρών αποδοχών των εργαζομένων. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος με μέσο μηνιαίο μισθό 1.342 ευρώ, που λαμβάνει επιπλέον 1.570 ευρώ μεικτά ετησίως από υπερεργασία ή/και υπερωρίες, θα δει τις ετήσιες εισφορές του να μειώνονται από 552 ευρώ σε 425 ευρώ, εξοικονομώντας περίπου 49 ευρώ ετησίως. Αντίστοιχα, ο εργοδότης θα εξοικονομήσει περίπου 78 ευρώ ετησίως.
Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας, η οποία επεκτάθηκε από την 1η Μαρτίου 2025 σε κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση, διασφαλίζει την ακριβή καταγραφή του πραγματικού χρόνου εργασίας. Αυτό ενισχύει τη διαφάνεια στην αγορά εργασίας και διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι αμείβονται δίκαια για τον χρόνο που εργάζονται.
Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, δήλωσε σχετικά: «Η τόνωση της απασχόλησης και η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων αποτελούν δύο από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησής μας, και οι προσπάθειες είναι διαρκείς. Σε αυτή την κατεύθυνση, προχωρούμε σε περαιτέρω ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους για εργαζομένους και επιχειρήσεις, αναμορφώνοντας τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών υπερεργασίας, υπερωριών, νυχτερινών και αργιών».
Συνολικά, η νέα ρύθμιση αναμένεται να ωφελήσει τόσο τους εργαζόμενους, μέσω της αύξησης του καθαρού εισοδήματός τους, όσο και τις επιχειρήσεις, μέσω της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και προάγοντας μια πιο διαφανή και δίκαιη αγορά εργασίας.