Σε μια περίοδο όπου η ελληνική κοινωνία ταλανίζεται από αποκαλύψεις σκανδάλων, δυσμενείς οικονομικές προοπτικές και εντεινόμενη ανασφάλεια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να στρέψει την πολιτική ατζέντα σε πεδία που προκαλούν ένστικτα και διχασμούς. Η ψήφιση της τροπολογίας για την αναστολή αιτήσεων ασύλου σε μετανάστες που φτάνουν μέσω Βόρειας Αφρικής, συνοδευόμενη από θεαματικές επιχειρήσεις κράτησης και μεταγωγής, αποτελεί όχι μόνο νομική και πολιτική εκτροπή, αλλά και ένα σόου με δυσάρεστους παραλληλισμούς. Οι εικόνες μεταναστών να στοιβάζονται για μεταφορά σε κέντρα κράτησης θυμίζουν τις πιο σκληρές μέρες της διακυβέρνησης Τραμπ στις ΗΠΑ. Πρόκειται για μια πολιτική που επενδύει στον φόβο, στην τιμωρητικότητα και στην αποπροσανατολιστική επικοινωνία, κλείνοντας το μάτι σε ακροδεξιά ακροατήρια.
Η τροπολογία που σαρώνει θεμελιώδη δικαιώματα
Η τροπολογία που κατέθεσε και προώθησε ο Υπουργός Μετανάστευσης Θάνος Πλεύρης προβλέπει την τρίμηνη αναστολή του δικαιώματος υποβολής αίτησης ασύλου για όσους εισέρχονται στην Ελλάδα μέσω θαλάσσης από χώρες της Βόρειας Αφρικής – με κυρίαρχη την περίπτωση της Λιβύης. Οι εισερχόμενοι θα συλλαμβάνονται αμέσως και θα τίθενται υπό διοικητική κράτηση έως 12 μήνες, χωρίς καν να τους παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσουν διεθνή προστασία. Η πολιτεία δεν εξετάζει το κατά πόσο πρόκειται για πρόσφυγες, θύματα εμπορίας ή διωκόμενα άτομα· αντίθετα, τους αντιμετωπίζει συλλήβδην ως «εισβολείς» ή «παρανόμους».
Ο Θάνος Πλεύρης υπεραμύνθηκε της ρύθμισης, επικαλούμενος «έκτακτες συνθήκες» και εθνική ανάγκη. Το αφήγημα ενισχύθηκε με αναφορές στην «τουρκική απειλή» και την «εργαλειοποίηση των ροών», επιχειρώντας να πλαισιώσει την αναστολή δικαιωμάτων ως στοιχείο εθνικής άμυνας. Δεν είναι όμως λίγοι αυτοί που βλέπουν μια οργανωμένη μετατόπιση προς τη λογική του αποτρεπτικού εγκλεισμού και της εκδικητικής διαχείρισης των μεταναστών.
Μεταγωγές με κάμερες και συμβολισμούς
Το επικοινωνιακό σκέλος αυτής της πολιτικής αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στην πρόσφατη μεταγωγή 247 μεταναστών από την Κρήτη στο Λαύριο, σε κέντρο κράτησης. Οι εικόνες που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου, παραπέμποντας σε ένα σκηνικό καταστολής και τιμωρίας.
Η κυβέρνηση δεν δίστασε να προβάλλει τις εικόνες αυτές, όχι ως ανθρωπιστική προσπάθεια διάσωσης, αλλά ως ένδειξη «αποφασιστικότητας» και «μηδενικής ανοχής». Η ίδια πρακτική, ωστόσο, παραπέμπει ευθέως στις πολιτικές αποτροπής και μαζικής σύλληψης του Ντόναλντ Τραμπ. Η Ελλάδα, μια χώρα που συχνά επικαλείται το διεθνές δίκαιο και την ιστορική της σχέση με την προσφυγιά, μοιάζει να υιοθετεί αμερικανικά πρότυπα κράτησης και περιορισμού, επενδύοντας στην εικόνα και όχι στην ουσία της μεταναστευτικής πολιτικής.
Η διεθνής και εσωτερική κατακραυγή
Η αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών υπήρξε άμεση. Δεκάδες οργανώσεις –ανάμεσά τους και διεθνείς– καταδίκασαν την τροπολογία ως κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έκαναν λόγο για «κατάργηση του ασύλου στην πράξη», για μαζική ποινικοποίηση της μετανάστευσης και για «επικίνδυνο προηγούμενο» που πλήττει την αξιοπιστία της Ελλάδας στο διεθνές επίπεδο.
Κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και η Πλεύση Ελευθερίας, μίλησαν για θεσμική διολίσθηση, για χρήση του μεταναστευτικού ως αποπροσανατολιστικό μηχανισμό και για ξεκάθαρη πολιτική επένδυση στον ρατσισμό. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου κατήγγειλε δημόσια ότι η κυβέρνηση «διψά για εικόνες εξευτελισμού και βίας» στα σύνορα. Παράλληλα, και το Politico αναφέρθηκε στην τροπολογία, τονίζοντας πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζει σειρά «αντικινήτρων» όπως η διακοπή επιδομάτων και η αύξηση των διοικητικών κρατήσεων, σε μια στρατηγική «εξαναγκαστικής αποτροπής».
Η στρατηγική πίσω από τη σκληρότητα
Πίσω από την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, πολλοί αναλυτές διακρίνουν έναν καθαρά πολιτικό υπολογισμό: να αποσπάσει η κυβέρνηση την προσοχή της κοινής γνώμης από σκάνδαλα, όπως αυτό των παρακολουθήσεων, των χρηματοδοτήσεων ή των αναθέσεων. Παράλληλα, επιχειρεί να συγκρατήσει ή και να ανακτήσει την αποδυναμωμένη σχέση της με το δεξιό και ακροδεξιό ακροατήριο, υιοθετώντας ρητορική «νόμου και τάξης» σε θέματα που προκαλούν έντονα συναισθήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το άσυλο δεν αντιμετωπίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά ως πολιτική ευκαιρία. Και οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι, αλλά ως σύμβολα ενός προβλήματος που πρέπει να «εξαφανιστεί», με κάθε μέσο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η τροπολογία Πλεύρη, περισσότερο από μια τεχνική παρέμβαση στον νόμο για το άσυλο, αποτελεί πολιτικό και ηθικό ορόσημο για τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε μια χώρα που υπήρξε γέφυρα πολιτισμών και λιμάνι προσφύγων, η επιλογή της τιμωρητικής αποτροπής θυμίζει περισσότερο αυταρχικά καθεστώτα και απολυταρχικές πρακτικές. Η μεταφορά ανθρώπων σε κέντρα κράτησης, η στέρηση του δικαιώματος ασύλου και η έκθεση αυτών των ενεργειών ως επικοινωνιακή νίκη δεν τιμούν ούτε την ιστορία ούτε τη δημοκρατία μας.
Αντιθέτως, η στροφή αυτή προς την αναλγησία αποκαλύπτει μια πολιτική φιλοσοφία που δεν επιδιώκει λύσεις, αλλά εντυπώσεις. Και όσο περισσότερο βασίζεται σε φόβο και εικόνα, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τις αξίες που η ελληνική κοινωνία –και το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου– οφείλουν να υπερασπίζονται.