Σε μια χώρα όπου οι φωνές αλληλεγγύης προς ευάλωτες ομάδες —όπως οι πρόσφυγες— συχνά τίθενται εμπόδιο στις κρατικές πολιτικές, η είδηση της αθώωσης ακτιβιστών αποκτά ιδιαίτερο νόημα. Η υπόθεση της Αλεξίας Τσούνη, που έφτασε χθες ενώπιον του ΙΒ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, κατέδειξε όχι μόνο την αξιοπρέπεια της ίδιας και του κινήματος “Το Μωβ”, αλλά και τη σημασία της ίδιας της Δικαιοσύνης στην αντιμετώπιση μεροληπτικών κατηγοριών εναντίον ανθρώπων που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το περιστατικό που πυροδότησε την κατηγορία
Το καλοκαίρι του 2019, η Τσούνη συμμετείχε σε επίσκεψη αλληλεγγύης στον Ελαιώνα, μαζί με διερμηνέα και εκπροσώπους οργανώσεων, για να ενημερωθεί για την κατάσταση μιας έγκυου πρόσφυγα με τρία παιδιά που είχαν αποκλειστεί από τη δομή και διέμεναν σε δρόμο. Εκεί, μία αστυνομικός, που υπηρετούσε στη δομή, επιτάχυνε με το όχημα της προς την οικογένεια. Τα μικρά παιδιά τρομοκρατήθηκαν. Η Τσούνη, πιστεύοντας ότι κινδύνευαν, φώναξε: «Δεν βλέπεις τα παιδιά; Παραλίγο να τα σκοτώσεις!». Η αστυνομικός απάντησε με ρατσιστική διάθεση: «Έτσι κι αλλιώς, παράνομα είναι», προκαλώντας την απάντηση της Τσούνη με αναφορά προς τις αρμόδιες αρχές.
Η αναφορά οδήγησε στην ΕΔΕ. Αν και η συμπεριφορά της αστυνομικού αναγνωρίστηκε ως μη ψευδής, η πειθαρχική της ευθύνη δεν τελεσφόρησε, όπως συχνά συμβαίνει σε αστυνομικές ΕΔΕ στην Ελλάδα.
Η αστυνομικός στη συνέχεια μήνυσε την Τσούνη για ψευδή καταμήνυση, ψευδή κατάθεση και συκοφαντική δυσφήμηση —δύναμης που έλαβε τη μορφή αιτίας εκκρεμούς δίωξης που διήρκεσε περίπου έξι χρόνια.
Η δίκη και η ετυμηγορία
Χθες, στο ΙΒ’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, η πρόεδρος του δικαστηρίου —σε πλήρη συνεννόηση με την εισαγγελέα— αποφάσισε την πλήρη απαλλαγή της Τσούνη από όλες τις κατηγορίες. Η απόφαση αντανακλά ότι η δράση της δεν προήλθε από κακόβουλη κίνηση, αλλά από αίσθημα ευθύνης για την προστασία ασθενέστερων.
Η συνήγορος της Τσούνη, Ιωάννα Κούρτοβικ, τόνισε ότι ακόμα και η ίδια η αστυνομικός και οι μάρτυρες απέδωσαν την ευθύνη στην αυθαίρετη στάση των προσφύγων —με ρατσιστικά κριτήρια— και ότι η στάση της Τσούνη ήταν απολύτως δικαιολογημένη, υπερασπιζόμενη ανθρώπινα δικαιώματα μέσα σε περιβάλλον που όφειλε με βάση τη λειτουργία του να τα προστατεύει.
Η διαδικασία παρακολούθησης από εκπρόσωπο της Διεθνούς Αμνηστίας και πλήθος οργανώσεων υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ακροατήριο κατέδειξε το ευρύτερο ενδιαφέρον και αλληλεγγύη που συσπειρώθηκε γύρω από την υπόθεση.
Η ετήσια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2024 περιέλαβε την υπόθεση της Αλεξίας Τσούνη ως παράδειγμα της συστηματικής πίεσης εναντίον ανθρώπων που υπερασπίζονται ευάλωτες ομάδες. Η υπόθεση έθεσε στο επίκεντρο το ζήτημα των κατηγοριών που στρέφονται εναντίον ακτιβιστών, σε ιδεολογική βάση, μέσω νομικών διαδικασιών που συχνά παγιδεύουν την ελευθερία της έκφρασης και δράσης.
Η αθώωση σηματοδοτεί όχι μόνο δικαστική αναγνώριση, αλλά και κοινωνική νίκη: την υπεράσπιση της αλληλεγγύης σε καιρό έντονης πόλωσης, κατά της ρατσιστικής συμπεριφοράς και του de facto στιγματισμού.
Η Αλεξία Τσούνη δήλωσε μετά την απόφαση:
«Ενα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες, όλους και όλα, η αλληλεγγύη νίκησε και πάλι! … Στο πρόσωπό μου δικάστηκε η αλληλεγγύη… Συνεχίζουμε με αλληλεγγύη…» .
Με τη φράση αυτή, όχι μόνο αναγνώρισε τη στήριξη της κοινωνίας, αλλά και οριοθέτησε τη συνέχεια του έργου της —με νέες δράσεις ενάντια σε ρατσισμό, σεξισμό, ομοφοβία, τρανσφοβία, μισογυνισμό κι άλλες μορφές καταπίεσης.
Η αθώωση της Αλεξίας Τσούνη αποτελεί σημείο αναφοράς. Σε μια Ελλάδα όπου ακτιβιστές συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με νομικές διαδικασίες λόγω του ενασχόλησής τους με ευάλωτες ομάδες, αυτή η δικαστική δικαίωση στέλνει μήνυμα: η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι αδίκημα. Αντιθέτως, είναι η βάση για μια δίκαιη κοινωνία.
Τα ζητήματα που ανέδειξε —ρατσιστική συμπεριφορά αστυνομικών, αδικίες σε βάρος προσφύγων, περιθωριοποίηση υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων— παραμένουν μεγάλα και ανοιχτά. Η απόφαση δεν κλείνει την ατζέντα, αλλά ανοίγει πεδία για νέα συζήτηση, δράση, αλλαγή. Η αλληλεγγύη νίκησε σε αυτή τη δίκη —ίσως ένα μικρό βήμα σε έναν μεγάλο δρόμο.