Καθώς πλησιάζει το καλοκαίρι και η θερμοκρασία ανεβαίνει, πολλοί Έλληνες αναρωτιούνται αν θα καταφέρουν φέτος να απολαύσουν λίγες μέρες ξεκούρασης κοντά στη θάλασσα. Το ερώτημα είναι απλό αλλά και βαθιά αποκαλυπτικό της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας: μπορεί ο μέσος Έλληνας να κάνει διακοπές στην ίδια του τη χώρα;
Τα στοιχεία δείχνουν πως η απάντηση τείνει προς το «όχι». Οι αυξήσεις στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, τα έξοδα μετακίνησης, και οι τιμές διαμονής έχουν μετατρέψει το άλλοτε αυτονόητο σε πολυτέλεια. Σύμφωνα με πρόσφατα ρεπορτάζ, το κόστος ακτοπλοϊκών έχει αυξηθεί κατά 10–15% λόγω νέων κανονισμών για τις εκπομπές ρύπων. Μια τετραμελής οικογένεια που επιθυμεί να επισκεφθεί τις Κυκλάδες μπορεί να χρειαστεί να δαπανήσει από 600 έως και 800 ευρώ μόνο για εισιτήρια και βενζίνες.
Την ίδια στιγμή, οι δημοφιλείς προορισμοί είναι σχεδόν πλήρως κατειλημμένοι από ξένους τουρίστες. Σε πολλές περιοχές, όπως στη Ρόδο και τη Σαντορίνη, το 97% των κρατήσεων είναι από επισκέπτες του εξωτερικού, σύμφωνα με εκπροσώπους των ξενοδοχειακών ενώσεων. Οι Έλληνες, δεμένοι με το καλοκαιρινό κλείσιμο των εργασιών τον Αύγουστο, βρίσκονται συχνά να διεκδικούν διαμονή την περίοδο με τις υψηλότερες τιμές.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς τοπικό. Η ελληνική οικονομία, με μισθούς που για πολλούς εξακολουθούν να κυμαίνονται κοντά στα 800 ευρώ, αδυνατεί να υποστηρίξει το κόστος ενός παραδοσιακού πακέτου διακοπών. Αυτός ο οικονομικός αποκλεισμός δεν είναι απλώς αριθμητικός. Αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα του καλοκαιρινού «δικαιώματος» του Έλληνα: της ξεκούρασης και της σύνδεσης με τη φύση και τη θάλασσα.
Ωστόσο, δεν είναι όλα δυσοίωνα. Παρά τις δυσκολίες, υπάρχουν τρόποι να απολαύσει κανείς την Ελλάδα χωρίς να εξαντλήσει τις οικονομίες του. Μικρά νησιά με λιγότερη τουριστική προβολή, όπως το Αγκίστρι ή η Θάσος, προσφέρουν αυθεντικές εμπειρίες με χαμηλότερο κόστος. Οι διακοπές εκτός υψηλής περιόδου – τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο – μπορούν να μειώσουν στο μισό τα συνολικά έξοδα. Επιπλέον, η στροφή προς εναλλακτικές μορφές διαμονής, όπως ενοικιαζόμενα δωμάτια μέσω Airbnb ή παραθερισμός σε φιλικά σπίτια, αποτελεί μία ρεαλιστική λύση για πολλές οικογένειες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, παρά τις αυξανόμενες τιμές, παραμένει προσιτός προορισμός για τους ξένους. Τα βρετανικά και γερμανικά μέσα εξαίρουν την ελληνική φιλοξενία, την ποιότητα των φαγητών και το χαμηλό κόστος ζωής συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης. Κι όμως, αυτό το προνόμιο δεν φαίνεται να ισχύει εξίσου για τους ντόπιους.
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ενώ η Ελλάδα προβάλλεται ως ένας προορισμός «value for money» στο εξωτερικό, οι ίδιοι οι κάτοικοί της καλούνται να παλέψουν με τον πληθωρισμό, τις αυξήσεις στα καύσιμα και τη στενότητα χρόνου και πόρων. Οι καλοκαιρινές διακοπές δεν είναι πια το αυτονόητο δικαίωμα κάθε εργαζόμενου, αλλά ένας στόχος που χρειάζεται προγραμματισμό, ευελιξία και τύχη.
Το φετινό καλοκαίρι, λοιπόν, βρίσκει τον Έλληνα αντιμέτωπο όχι μόνο με τον καύσωνα αλλά και με την ψυχρή πραγματικότητα της οικονομικής δυσκολίας. Ίσως είναι η στιγμή για μια επαναπροσέγγιση της έννοιας των διακοπών: όχι απαραίτητα πολυτελών, αλλά ουσιαστικών. Γιατί, τελικά, ο ήλιος και η θάλασσα δεν έχουν τιμή – τουλάχιστον όχι ακόμα.