Dikeosini.dio.taxititon

«Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων;» — Γιατί φουντώνει η οργή των πολιτών στην Ελλάδα

Το αίσθημα «δύο μέτρων και δύο σταθμών» στη Δικαιοσύνη έχει γίνει κυρίαρχο θέμα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα. Πολλοί πολίτες βλέπουν ότι για αδικήματα «της διπλανής πόρτας» οι διώξεις και οι δίκες κινούνται γρήγορα, ενώ όταν εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα, οι υποθέσεις καθυστερούν ή δεν φτάνουν ποτέ στο ακροατήριο. Είναι εύλογη η αγανάκτηση; Ποια είναι τα θεσμικά αίτια; Υπάρχουν πρόσφατες αλλαγές και τι δείχνουν τα δεδομένα για τις ταχύτητες απονομής δικαιοσύνης;

Το θεσμικό πλαίσιο που καλλιεργεί την εντύπωση «ιδιότυπης ασπίδας»

Δύο συνταγματικοί θεσμοί βρίσκονται στο επίκεντρο:

  • Ευθύνη υπουργών (άρθρο 86 Σ): Η δίωξη για αδικήματα «κατά την άσκηση των καθηκόντων» μελών της κυβέρνησης γίνεται μόνο με απόφαση της Βουλής, που παραπέμπει στο Ειδικό Δικαστήριο. Η ρύθμιση αυτή, ιστορικά παρούσα στα ελληνικά Συντάγματα, δημιουργεί ειδικό δικονομικό καθεστώς για υπουργούς/υφυπουργούς. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 αφαιρέθηκε η περιβόητη σύντομη αποσβεστική προθεσμία που οδηγούσε σε ταχείες παραγραφές, ωστόσο η αρμοδιότητα της Βουλής παραμένει.
  • Βουλευτική ασυλία (άρθρο 62 Σ): Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, δεν επιτρέπεται δίωξη χωρίς άδεια της Ολομέλειας, εκτός από αυτόφωρα κακουργήματα. Η Βουλή οφείλει να άρει την ασυλία όταν η πράξη δεν συνδέεται με την πολιτική δραστηριότητα, ωστόσο η πρακτική άρσης δεν είναι πάντα ομοιογενής, τροφοδοτώντας την αίσθηση επιλεκτικότητας.

Η ειδική μεταχείριση προκαλεί και ευρωπαϊκές τριβές: Σειρά αποφάσεων του ΕΔΔΑ (π.χ. Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας, 2006· Μπακογιάννη κατά Ελλάδας, 2022) έχει επισημάνει ότι η υπέρμετρη προστασία της ασυλίας μπορεί να θίγει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

Συμπέρασμα: Ακόμη κι αν το 2019 διορθώθηκε το ζήτημα της παραγραφής για υπουργικά αδικήματα, οι πολιτικο-δικονομικές «πύλες» (άδεια Βουλής, οριοθέτηση «κατά την άσκηση των καθηκόντων») συντηρούν την αντίληψη ότι οι πολιτικοί δικάζονται αλλιώς από τους πολίτες.

Τα πραγματικά δεδομένα για τις ταχύτητες της Δικαιοσύνης

Πέρα από τις νομικές ιδιαιτερότητες, υπάρχει και το διαχρονικό πρόβλημα καθυστερήσεων. Τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι:

  • Η Ελλάδα καταγράφει από τα υψηλότερα Disposition Times (εκτιμώμενος χρόνος εκκαθάρισης υποθέσεων) στην ΕΕ σε αστικές/εμπορικές υποθέσεις πρώτου βαθμού, σύμφωνα με το EU Justice Scoreboard 2025 και την CEPEJ (2024, δεδομένα 2022).
  • Στα ποινικά, υπάρχουν ενδείξεις βελτιώσεων σε ορισμένους δείκτες, αλλά οι διοικητικές και οι αστικές υποθέσεις εξακολουθούν να «σέρνονται», αυξάνοντας τη συνολική εντύπωση βραδύτητας.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει ανακοινώσει ψηφιακές παρεμβάσεις (ηλεκτρονικά πινάκια, τηλεδιασκέψεις, ψηφιακή επίδοση ποινικών εγγράφων) και την επέκταση των συστημάτων διαχείρισης υποθέσεων (ΟΣΔΔΥ), ενώ ενισχύεται και το JustStat για καλύτερη στατιστική παρακολούθηση. Όμως οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο μέχρι να αποδώσουν σε επίπεδο εμπειρίας του πολίτη.

«Εμβληματικές» υποθέσεις που βαραίνουν το κοινό αίσθημα

Στην καθημερινή συνείδηση, το ερώτημα «γιατί άλλοι δικάζονται αμέσως κι άλλοι όχι;» κορυφώνεται σε μεγάλες τραγωδίες/σκανδαλολογίες:

  • Τέμπη (28 Φεβρουαρίου 2023): Δύο χρόνια μετά, η ανάκριση παραμένει ανοικτή, με δεκάδες κατηγορούμενους και περίπλοκο πλέγμα ευθυνών. Η καθυστέρηση τροφοδοτεί την πεποίθηση ότι «η κορυφή δεν αγγίζεται», ιδίως όταν τίθενται πολιτικές ευθύνες και αιτήματα προανακριτικών.

Ανεξάρτητα από το αν κάθε υπόθεση έχει νομικές ιδιαιτερότητες (π.χ. τεχνικές πραγματογνωμοσύνες, μεγάλος αριθμός μαρτύρων), η δημόσια εμπιστοσύνη φθείρεται όταν δεν υπάρχει ορατό χρονοδιάγραμμα ή όταν οι υποθέσεις με πολιτικό «αποτύπωμα» φαίνονται να κινούνται πιο αργά από εκείνες των απλών πολιτών.

Τι αλλάζει και τι απομένει να αλλάξει

Τι έχει ήδη αλλάξει:

  • Κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας στο άρθρο 86 (2019), ώστε να μη «σώζονται» υποθέσεις υπουργών λόγω χρόνου.
  • Ψηφιακές υποδομές (ηλεκτρονικό πινάκιο, τηλεδιασκέψεις, ψηφιακές επιδόσεις) και στατιστική παρακολούθηση (JustStat).

Τι προτείνουν φορείς/εκθέσεις:

  • Εναρμόνιση με ευρωπαϊκά πρότυπα για διαφάνεια και επιτάχυνση διαδικασιών· δημιουργία «robust track record» σε υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου (Rule of Law Reports). European Commission+1
  • Οργανωτική αναδιάρθρωση δικαστηρίων βάσει κριτηρίων CEPEJ (όγκος υποθέσεων, στελέχωση), όπως προβλέπεται σε οδικό χάρτη του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Τι (ακόμη) τροφοδοτεί την «αίσθηση ανισότητας»:

  • Η άδεια της Βουλής για δίωξη βουλευτή και η προϋπόθεση πολιτικής απόφασης πριν από δικαστική κρίση.
  • Η ευρεία ερμηνεία του όρου «κατά την άσκηση των καθηκόντων» για υπουργούς, που συχνά κρίνει τη διαδρομή μιας υπόθεσης.

Πώς αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη

Το «αίσθημα αδικίας» δεν είναι απλώς συναισθηματικό. Εδράζεται σε θεσμικές εξαιρέσεις για πολιτικά πρόσωπα και σε χρόνιες καθυστερήσεις που ρίχνουν βαριά σκιά στη Δικαιοσύνη. Τα βήματα προόδου (κατάργηση σύντομης παραγραφής, ψηφιακές υποδομές) είναι υπαρκτά αλλά ανεπαρκή για να αλλάξει άμεσα η εμπειρία του πολίτη.

Τρεις ρεαλιστικοί άξονες μπορούν να γεφυρώσουν το χάσμα:

  1. Περισσότερη δικαστικοποίηση, λιγότερη πολιτικοποίηση των προϋποθέσεων δίωξης: σαφέστερα κριτήρια για άρση ασυλίας, στενότερη οριοθέτηση του «κατά την άσκηση των καθηκόντων».
  2. Ταχεία, προβλέψιμη απονομή με δείκτες και δεσμευτικές προθεσμίες όπου είναι συμβατές με τα δικαιώματα υπεράσπισης· πλήρης ανάπτυξη ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και συστημάτων διαχείρισης.
  3. Διαφάνεια προς την κοινωνία: δημόσιες, εύληπτες αναφορές για τις μεγάλες υποθέσεις και τον χρόνο εξέλιξής τους, ώστε να μειώνεται η υποψία «διπλών κανόνων».

Η ισότητα απέναντι στον νόμο δεν είναι σύνθημα∙ είναι η προϋπόθεση για να σταθεί όρθιος ο κοινωνικός ιστός. Αν η πολιτεία δείξει ότι οι κανόνες ισχύουν για όλους, η οργή θα μετατραπεί σταδιακά σε εμπιστοσύνη — το θεμέλιο κάθε σύγχρονου κράτους δικαίου.

Facebook
Twitter
LinkedIn