Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επανέφερε το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στα ιστορικά αιτήματα της Ελλάδας για αποζημιώσεις που συνδέονται με τις θηριωδίες και τις καταστροφές που υπέστη η χώρα κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και με το κατοχικό δάνειο, ένα αναγκαστικό δάνειο που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τις δυνάμεις Κατοχής.
Η Ελλάδα έχει επί δεκαετίες διεκδικήσει αποζημιώσεις από τη Γερμανία για τις ζημιές και τις απώλειες ζωών που υπέστη στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς και την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου. Σύμφωνα με τις ελληνικές εκτιμήσεις, οι συνολικές αποζημιώσεις που οφείλει η Γερμανία ξεπερνούν τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι ιστορικές αυτές διεκδικήσεις δεν έχουν παραγραφεί και παραμένουν ανοιχτές, αν και η Γερμανία απορρίπτει αυτή τη θέση, υποστηρίζοντας ότι το θέμα έχει λυθεί οριστικά από τη Συνθήκη «2+4» που υπογράφηκε το 1990, με την οποία ρυθμίστηκαν οι οφειλές και το καθεστώς επανένωσης της Γερμανίας.
Η Γερμανία παραμένει ανένδοτη στην αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και στις αποζημιώσεις, διατηρώντας τη θέση ότι έχει καταβάλει αποζημιώσεις σε προηγούμενες δεκαετίες και ότι τα υπόλοιπα ζητήματα έχουν κλείσει νομικά. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση τονίζει ότι το κατοχικό δάνειο δεν αποτελεί μέρος αυτών των συμφωνιών και παραμένει ανεξόφλητο.
Η κίνηση αυτή από τον Πρωθυπουργό έρχεται σε μια χρονική περίοδο όπου η Ελλάδα και η Γερμανία βρίσκονται κοντά σε διάφορα ευρωπαϊκά ζητήματα, αλλά το θέμα των αποζημιώσεων συνεχίζει να αποτελεί μια πηγή εντάσεων. Επαναφέροντας το αίτημα αυτό, η ελληνική πλευρά επιθυμεί να δείξει τη συνέπεια στη διεκδίκηση ιστορικών και νομικών δικαιωμάτων, ενώ προσπαθεί να καταστήσει σαφές ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ανοιχτό.
Η συζήτηση για τις γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο είναι πιθανό να συνεχιστεί σε διεθνή και διπλωματικά επίπεδα, με την Ελλάδα να εξετάζει ενδεχόμενα νομικά και πολιτικά μέσα για την προώθηση των αιτημάτων της.