Η Ελλάδα σημείωσε οριακή άνοδο δύο θέσεων στη φετινή έκδοση του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσίευσε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) σε συνεργασία με το καναδικό Ινστιτούτο Fraser. Παρά τη μικρή αυτή βελτίωση, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 70ή θέση μεταξύ 165 χωρών, γεγονός που υποδεικνύει ότι τα διαρθρωτικά ζητήματα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άλυτα. Το γεγονός ότι η χώρα συνεχίζει να κατέχει την τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με την Πολωνία, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Αυτή η αδυναμία να συμβαδίσει με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης υπογραμμίζει τη σοβαρότητα των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η Ελλάδα απέχει 14 θέσεις από την επόμενη ευρωπαϊκή χώρα, την Κροατία, η οποία βρίσκεται στην 56η θέση, κάτι που αναδεικνύει την απόκλιση της ελληνικής οικονομίας από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η παγκόσμια κατάταξη, όπου η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στη Μογγολία και την Κένυα. Αυτή η κατάταξη αποκαλύπτει τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα για να ενισχύσει την οικονομική της επίδοση διεθνώς.
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που πλήττει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας είναι το μέγεθος του κράτους. Η χώρα κατατάσσεται στη 16η χειρότερη θέση παγκοσμίως σε αυτό τον τομέα. Το μεγάλο και δυσκίνητο κράτος, με τις πολυάριθμες ρυθμιστικές δομές και τη γραφειοκρατία, περιορίζει σημαντικά την οικονομική ελευθερία και αποθαρρύνει την επιχειρηματικότητα. Παρά τις μικρές βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται 33 θέσεις χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2000, όταν καταλάμβανε την 37η θέση. Αυτό καταδεικνύει ότι η οικονομική ελευθερία στη χώρα έχει υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία 24 χρόνια, και η πρόοδος παραμένει αργή και ανεπαρκής για να καλύψει το χαμένο έδαφος.
Η κατάταξη της Ελλάδας στα πέντε βασικά πεδία του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας αποκαλύπτει τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Στο πεδίο Μέγεθος του κράτους, την κατατάσσει στην 150ή θέση παγκοσμίως, έχει ένα από τα πιο δυσκίνητα και δαπανηρά κρατικά μοντέλα στον κόσμο, που παραμένει σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας. Στο κράτος δικαίου και ιδιοκτησιακά δικαιώματα, κατατάσσεται στην 50ή θέση,όπου η χώρα μας παρουσιάζει μέτριες επιδόσεις, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας και τη λειτουργία του κράτους δικαίου. Στο πεδίο που αναφέρεται στην πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα, είναι στην 68η θέση Εδώ διατηρεί μια σχετικά σταθερή θέση λόγω της χρήσης του ευρώ, αν και υπάρχουν ακόμη προκλήσεις στη νομισματική πολιτική και την πιστωτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Όσον αφορά την ελευθερία στο διεθνές εμπόριο, η 36η θέση της Ελλάδας δείχνει μια καλύτερη απόδοση σε αυτόν τον τομέα, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν ρυθμιστικά εμπόδια που περιορίζουν τις δυνατότητες της χώρας στο διεθνές εμπόριο. Και τέλος, στο ρυθμιστικό περιβάλλον, καταλαμβάνει την 75η θέση. Συνεχίζει να αντιμετωπίζει δυσκολίες στη λειτουργία επιχειρήσεων, στη τραπεζική πίστη και στις εργασιακές συνθήκες, με τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις να δημιουργούν επιπλέον εμπόδια.
Στον αντίποδα, χώρες όπως το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη βρίσκονται στην κορυφή του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, επιδεικνύοντας σταθερές επιδόσεις σε όλους τους τομείς. Αντίθετα, η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα σε χώρες με σοβαρά προβλήματα οικονομικής ελευθερίας, όπως η Μογγολία και η Κένυα. Αυτό υποδεικνύει ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει καταφέρει να συμβαδίσει με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.
Παρά την άνοδο δύο θέσεων, η παραμονή της Ελλάδας στις χαμηλές θέσεις του δείκτη είναι ανησυχητική για τις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η διαρθρωτική μεταρρύθμιση παραμένει επιτακτική ανάγκη, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να ανταγωνιστεί με ίσους όρους στις παγκόσμιες αγορές και να ενισχύσει την οικονομική της ελευθερία και ευημερία.