Η κυβέρνηση, με την επικοινωνιακή στρατηγική που επιλέγει, φαίνεται να χρησιμοποιεί τα “συμπτωματικά” ευρήματα των βίντεο για να προχωρήσει σε μια νέα αντεπίθεση. Μέσα από αυτή την κίνηση, αναζωπυρώνει τις επιθέσεις στις οικογένειες των θυμάτων και τη Μαρία Καρυστιανού, ενώ παράλληλα προωθεί μια συζήτηση γύρω από τη γνησιότητα του οπτικού υλικού, το οποίο αυτή τη στιγμή μοιάζει με «θέατρο του παραλόγου».
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση βρισκόταν σε αναδίπλωση μετά τις εντυπωσιακές συγκεντρώσεις του Ιανουαρίου. Οι τόνοι χαμήλωσαν, και παρατηρήθηκε μια σιωπή από τα πιο εκρηκτικά κυβερνητικά στελέχη. Η ρητορική της κυβέρνησης, που νωρίτερα είχε εστιάσει στο “ανθρώπινο λάθος” του σταθμάρχη, φαίνεται να μετατοπίζεται στην ευθύνη της Hellenic Train και πιθανόν στην πυροσβεστική. Ωστόσο, τα βίντεο ήρθαν να ανατρέψουν αυτό το μοτίβο, προσφέροντας μια νέα επικοινωνιακή κατεύθυνση.
Στην τηλεοπτική συνέντευξή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε μια αναφορά στους πιθανούς νέους παράγοντες, μιλώντας για την πιθανότητα ύπαρξης άλλων βίντεο. Αυτό το ¨προαίσθημα¨ αποδείχτηκε σωστό, όταν η εταιρεία security Interstar ανέφερε την ανεύρεση και παράδοση βίντεο στον ανακριτή, τα οποία ανακτήθηκαν «συμπτωματικά». Όμως, η εξήγηση για την καθυστέρηση της ανάκτησης αυτών των βίντεο αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί κρατήθηκε το υλικό από κάμερες που δεν είχε ζητήσει ο ανακριτής; Και, κυρίως, υπάρχει κι άλλο υλικό που να εκθέτει περισσότερα δεδομένα;
Η κυβέρνηση προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο της επικοινωνίας, αλλά η αντεπίθεση δεν περιορίζεται μόνο στη διάδοση των βίντεο. Η επίθεση στους συγγενείς των θυμάτων και η εστίαση στη Μαρία Καρυστιανού είναι μια συνήθης τακτική, η οποία φαίνεται να αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τα ουσιώδη ζητήματα που σχετίζονται με το δυστύχημα. Η αίσθηση ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται περισσότερο σε πολιτικές αντιπαραθέσεις παρά σε ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας είναι έντονη.
Η ενίσχυση της πόλωσης φαίνεται να αποτελεί στρατηγική κίνηση για να επανασυσπειρωθεί το κυβερνητικό κοινό ενόψει πιθανών πρόωρων εκλογών. Η «συγκάλυψη» των υπευθύνων για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη μοιάζει να είναι μια αόρατη συνιστώσα σε όλη αυτή την επικοινωνιακή αντεπίθεση, η οποία, από την άλλη, μοιάζει να προσπαθεί να αναβιώσει τις μνήμες των «θεωριών συνωμοσίας» που κυριάρχησαν το τελευταίο διάστημα.
Ωστόσο, τα βίντεο που προέκυψαν, όσο και αν ανατροφοδοτούν τις επικοινωνιακές τακτικές της κυβέρνησης, δεν προσφέρουν ουσιαστικές απαντήσεις στο μείζον ζήτημα της έκρηξης. Η εξερεύνηση του βιντεοσκοπικού υλικού από τους τεχνικούς συμβούλους έχει προκαλέσει επιπλέον αμφιβολίες, καθώς οι ίδιοι οι επιστήμονες που ανακάλυψαν την αλήθεια πίσω από τη φωτιά αμφισβητούν πλέον τη γνησιότητα των βίντεο. Επιπλέον, ακόμη και αν η γνησιότητα των βίντεο αποδειχθεί, η ουσία παραμένει: δεν έχουμε καταλήξει σε κάποια απάντηση για την έκρηξη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη.
Το πραγματικό ερώτημα, που η κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει, είναι απλό: γιατί συνέβη το δυστύχημα και ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του συστήματος τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης, το οποίο θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τη σύγκρουση; Αυτό το ερώτημα είναι κεντρικό για την αναζήτηση της αλήθειας και την απόδοση ποινικών ευθυνών. Μέχρι τότε, οι συζητήσεις γύρω από τα βίντεο και τις θεωρίες συνωμοσίας δεν προσφέρουν παρά μόνο αποπροσανατολισμό.