Η ηλεκτρική ενέργεια είναι βασικό αγαθό, απαραίτητο για την καθημερινή λειτουργία των νοικοκυριών και της οικονομίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βλέπει το κόστος του ρεύματος να ανεβαίνει σε πρωτοφανή επίπεδα, κατατάσσοντάς τη ανάμεσα στις πιο ακριβές χώρες της Ευρώπης. Σε μια περίοδο που άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν καταφέρει να σταθεροποιήσουν ή και να μειώσουν τις τιμές τους μέσω πράσινων επενδύσεων και καλύτερου σχεδιασμού της αγοράς ενέργειας, η Ελλάδα πληρώνει ρεύμα έως και 450% ακριβότερα από τη Φινλανδία και 81% ακριβότερα από τη Γερμανία.
Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ; Και γιατί, παρά τις κρατικές επιδοτήσεις και την ενεργειακή στρατηγική που διαφημίζεται εδώ και χρόνια, το ελληνικό νοικοκυριό εξακολουθεί να πληρώνει το πιο ακριβό ρεύμα στην Ευρώπη;
⚡ Η σκληρή πραγματικότητα: οι τιμές δεν πέφτουν
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat και διεθνών ενεργειακών παρατηρητηρίων, η μέση τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελληνικά νοικοκυριά κυμαίνεται πλέον κοντά στα 0,40 ευρώ ανά κιλοβατώρα (€/kWh). Σε σύγκριση, η Φινλανδία προσφέρει στους πολίτες της τιμές που κυμαίνονται στα 0,07 έως 0,08 €/kWh, καθιστώντας την ελληνική τιμή σχεδόν 5 φορές υψηλότερη.
Η Γερμανία, αν και παραδοσιακά ακριβή λόγω των υψηλών φόρων και της ενεργειακής μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές, εμφανίζει τιμές της τάξης των 0,22 €/kWh — πολύ χαμηλότερες από την Ελλάδα, κατά περίπου 81%.
Αυτό σημαίνει ότι ένας μέσος Έλληνας πολίτης πληρώνει τον ηλεκτρισμό σε επίπεδα που ξεπερνούν ακόμη και αυτά των ισχυρότερων οικονομιών της Ε.Ε., παρά το χαμηλότερο εισόδημα και τις μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες λόγω κλιματικών συνθηκών.
Πού οφείλεται αυτή η τεράστια διαφορά;
Η ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα δεν είναι ένα φαινόμενο που προέκυψε τυχαία ή αιφνιδιαστικά. Αντιθέτως, είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς χρόνιων αδυναμιών και προβλημάτων στη δομή, τη λειτουργία και τη ρύθμιση της εγχώριας αγοράς ενέργειας.
1. Υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές
Η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενα καύσιμα, κυρίως φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Αυτή η εξάρτηση την καθιστά ευάλωτη στις διεθνείς αυξήσεις των τιμών, όπως φάνηκε έντονα μετά την ενεργειακή κρίση του 2022–2023.
2. Ανεπαρκείς επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές
Παρά την αφθονία ήλιου και ανέμου, η διείσδυση των ΑΠΕ στην Ελλάδα προχωρά με αργούς ρυθμούς. Οι διαδικασίες αδειοδότησης, οι καθυστερήσεις στις συνδέσεις και η απουσία σύγχρονων αποθηκευτικών λύσεων περιορίζουν τη δυνατότητα παραγωγής φθηνής, καθαρής ενέργειας.
3. Υψηλή φορολογία και ρυθμιζόμενες χρεώσεις
Οι λογαριασμοί ρεύματος στην Ελλάδα επιβαρύνονται από πλήθος τελών, φόρων και χρεώσεων που δεν σχετίζονται άμεσα με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλη για τις ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ), για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), και ΦΠΑ ρεύματος, αυξάνουν την τελική τιμή χωρίς αντίστοιχη αναβάθμιση των υπηρεσιών.
4. Προβληματική χονδρική αγορά
Η ελληνική αγορά ενέργειας λειτουργεί με βάση το μοντέλο της «οριακής τιμής» (marginal price), όπου η ακριβότερη μονάδα παραγωγής καθορίζει την τελική τιμή για το σύνολο. Αυτό το μοντέλο έχει προκαλέσει μεγάλες στρεβλώσεις, ειδικά σε περιόδους ενεργειακής έντασης, με τιμές που δεν αντανακλούν το πραγματικό μέσο κόστος παραγωγής.
5. Έλλειψη ανταγωνισμού
Παρά την απελευθέρωση της αγοράς, ο ανταγωνισμός παραμένει περιορισμένος. Οι ιδιώτες πάροχοι δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν επαρκώς τη ΔΕΗ, ενώ ο καταναλωτής έχει περιορισμένες επιλογές για σταθερές και συμφέρουσες τιμολογιακές πολιτικές.
Για να περιορίσει τις κοινωνικές αντιδράσεις, το ελληνικό κράτος έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε πακέτα επιδοτήσεων, με κορυφαία παρέμβαση την καταβολή άνω των 11 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις ρεύματος μεταξύ 2021 και 2023. Πρόσφατα, ανακοινώθηκε και νέο μέτρο, που καλύπτει 1,5 λεπτό του ευρώ ανά κιλοβατώρα για τους πρώτους 500 kWh κατανάλωσης, με στόχο να ανακουφιστούν τα ευάλωτα νοικοκυριά.
Ωστόσο, τα μέτρα αυτά έχουν κυρίως προσωρινό χαρακτήρα. Δεν αλλάζουν τη διαρθρωτική αδυναμία του συστήματος και δεν αποτρέπουν την επανάληψη αντίστοιχων κρίσεων στο μέλλον.
Η συνέχιση αυτής της κατάστασης έχει σοβαρές συνέπειες:
- Τα νοικοκυριά περιορίζουν βασικές ανάγκες για να πληρώσουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς.
- Οι μικρές επιχειρήσεις βλέπουν τα λειτουργικά τους κόστη να εκτοξεύονται, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους.
- Ο τουρισμός, η αγροτική παραγωγή και η βιομηχανία επιβαρύνονται σημαντικά, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο ΑΕΠ.
Η ενεργειακή ακρίβεια δεν είναι μόνο θέμα καταναλωτών, αλλά απειλεί ευθέως τη συνοχή της κοινωνίας και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: είτε θα συνεχίσει να πληρώνει την ενέργεια ακριβότερα από σχεδόν κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη, είτε θα αναλάβει γενναίες πρωτοβουλίες για να επανασχεδιάσει τη σχέση της με το ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό σημαίνει επενδύσεις σε ΑΠΕ, ενεργειακή αυτονομία, διαφανή και δίκαιη ρύθμιση της αγοράς, καθώς και ουσιαστικό ανταγωνισμό που θα ωφελήσει τους καταναλωτές.
Η πρόσβαση στην ενέργεια είναι ανθρώπινο δικαίωμα — όχι πολυτέλεια. Και σήμερα, στην Ελλάδα του 2025, δυστυχώς πληρώνεται σαν να είναι χρυσός.