Ο Ντόναλντ Τραμπ, εκλεγμένος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, πρόκειται να καταδικαστεί στις 10 Ιανουαρίου 2025 για 34 κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα που σχετίζονται με παραποίηση επιχειρηματικών εγγράφων. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν την απόκρυψη πληρωμής ύψους 130.000 δολαρίων προς την ηθοποιό ερωτικών ταινιών Στόρμι Ντάνιελς κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2016.
Ο δικαστής Χουάν Μέρτσαν, ο οποίος προεδρεύει της υπόθεσης, απέρριψε το αίτημα του Τραμπ για ακύρωση της καταδίκης και όρισε την ημερομηνία καταδίκης για τις 10 Ιανουαρίου, δέκα ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ ως 47ου Προέδρου των ΗΠΑ. Ο δικαστής υπαινίχθηκε ότι προσανατολίζεται προς μια “άνευ όρων απαλλαγή”, που σημαίνει ότι ο Τραμπ δεν θα αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης, πρόστιμο ή επιτήρηση, αλλά η καταδίκη θα παραμείνει στο ποινικό του μητρώο.
Η υπόθεση αφορά την πληρωμή που πραγματοποιήθηκε από τον πρώην δικηγόρο του Τραμπ, Μάικλ Κοέν, προς τη Στόρμι Ντάνιελς, με σκοπό την αποσιώπηση ισχυρισμών για σχέση μεταξύ αυτής και του Τραμπ. Ο Τραμπ αρνείται τις κατηγορίες και υποστηρίζει ότι δεν διέπραξε κανένα αδίκημα, χαρακτηρίζοντας τη διαδικασία ως πολιτικό “κυνήγι μαγισσών”.
Παρά την καταδίκη, ο Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2024 και αναμένεται να αναλάβει τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου 2025. Η καταδίκη αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί μέσω προεδρικής χάρης, καθώς αφορά πολιτειακό και όχι ομοσπονδιακό έγκλημα. Η νομική ομάδα του Τραμπ σχεδιάζει να ασκήσει έφεση κατά της καταδίκης, επικαλούμενη επιχειρήματα περί προεδρικής ασυλίας.
Η υπόθεση αυτή αποτελεί την πρώτη φορά που ένας εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ καταδικάζεται για κακουργηματικές πράξεις πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, δημιουργώντας πρωτοφανή νομικά και συνταγματικά ζητήματα. Ο δικαστής Μέρτσαν τόνισε ότι η ανατροπή της ετυμηγορίας των ενόρκων θα υπονόμευε το κράτος δικαίου, υπογραμμίζοντας τη σημασία της τήρησης των νομικών διαδικασιών ανεξαρτήτως της πολιτικής θέσης του κατηγορουμένου.