Δέκα χρόνια μετά την κορυφαία πολιτική και οικονομική κρίση που βίωσε η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015, το πολιτικό σκηνικό παραμένει ζωντανό από τις σκιές εκείνης της περιόδου. Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 αποτέλεσε σημείο καμπής για την πολιτική ιστορία της χώρας, με τον ελληνικό λαό να απορρίπτει τις προτάσεις των δανειστών, προκαλώντας τριγμούς στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.
Στο φόντο αυτής της κρίσιμης ιστορικής στιγμής, η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, στις 6 Ιουλίου 2015, παραμένει καλυμμένη με πέπλο μυστηρίου. Τα πρακτικά της σύσκεψης δεν έχουν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Ο πρώην πρωθυπουργός και τότε επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, επανήλθε με δημόσιο αίτημα προς τον σημερινό Πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα, ζητώντας τη δημοσιοποίησή τους. Όμως το αίτημά του απορρίφθηκε ξανά.
Τι υποστηρίζει ο κ. Τασούλας; Ποια είναι τα επιχειρήματα του Αλέξη Τσίπρα; Γιατί το αίτημα αυτό επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση και τι σημαίνει για την ελληνική δημοκρατία η εμμονή στην αποσιώπηση μιας τόσο κρίσιμης σύσκεψης;
Η στάση του Κώστα Τασούλα
Ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, απάντησε αρνητικά στο αίτημα Τσίπρα, επικαλούμενος θεσμικούς και νομικούς λόγους. Όπως εξήγησε, η συγκεκριμένη σύσκεψη πολιτικών αρχηγών πραγματοποιήθηκε εκτός συνταγματικού πλαισίου – δηλαδή δεν βασίστηκε στο άρθρο 37 του Συντάγματος, που αφορά τις διερευνητικές εντολές για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αντιθέτως, ήταν μια άτυπη, μη θεσμική συνάντηση, που έγινε κεκλεισμένων των θυρών για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικής στρατηγικής και διαχείρισης της οικονομικής κρίσης.
Ως εκ τούτου, τα πρακτικά της συνάντησης, σύμφωνα με τον κ. Τασούλα, δεν δημοσιοποιούνται, ούτε διατίθενται στους συμμετέχοντες. Ανήκουν αποκλειστικά στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει την έκδοσή τους, παρά μόνο εάν νομοθετηθεί σχετικώς κάτι νέο.
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου είχε ζητήσει κάτι αντίστοιχο το 2024, η απάντηση ήταν επίσης αρνητική, στη βάση των ίδιων επιχειρημάτων: ότι πρόκειται για σύσκεψη που δεν εντάσσεται στο θεσμικό corpus και συνεπώς δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί.
Η απάντηση Τσίπρα και η πίεση για διαφάνεια
Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας άσκησε σφοδρή κριτική στον πρόεδρο της Βουλής, κατηγορώντας τον ότι συντηρεί ένα καθεστώς σιωπής, το οποίο λειτουργεί εις βάρος της ιστορικής αλήθειας. Σε ανοικτή επιστολή του, ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε πως η δημοσιοποίηση των πρακτικών είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά αναγκαία για την αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο ισχυρό από το φως της αλήθειας» και κατηγόρησε το πολιτικό σύστημα ότι συνεχίζει να κρατά στο σκοτάδι τους πολίτες, για ένα από τα πιο δραματικά και κομβικά επεισόδια της μεταπολίτευσης.
Παράλληλα, ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε και σε προηγούμενο παράδειγμα: τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της σύσκεψης πολιτικών αρχηγών του 2012, όταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, είχε δώσει στη δημοσιότητα τις σχετικές συνομιλίες. Εκείνη η σύσκεψη είχε γίνει στο πλαίσιο διερευνητικών εντολών για σχηματισμό κυβέρνησης, και ο κ.Τσίπρας επιχειρεί να καταδείξει ότι η πολιτική βούληση μπορεί να υπερβεί τους θεσμικούς περιορισμούς όταν πρόκειται για τη διαφάνεια.
Η καρδιά της διαφωνίας ανάμεσα στους δύο πολιτικούς άνδρες είναι η εξής:
- Ο Κώστας Τασούλας επικαλείται τη θεσμική αυστηρότητα και την ανάγκη να προστατευτούν οι εσωτερικές συζητήσεις που αφορούν εθνικά ζητήματα.
- Ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί πως η ιστορική και πολιτική ανάγκη για διαφάνεια και λογοδοσία πρέπει να υπερισχύσει του νομικού πλαισίου.
Είναι μια διαμάχη ανάμεσα στην προστασία της θεσμικής σοβαρότητας και στην ανάγκη δημοκρατικής διαφάνειας, με το ερώτημα να παραμένει: πότε και πώς η κοινωνία έχει δικαίωμα να γνωρίζει τι ειπώθηκε πίσω από κλειστές πόρτες σε στιγμές που κρίθηκε το μέλλον της;
Το ζήτημα των πρακτικών δεν είναι απλώς μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο προσώπων. Αποτελεί κρίσιμο σταυροδρόμι για την ελληνική δημοκρατία, και αναδεικνύει τη χρονική καθυστέρηση στη διαχείριση της ιστορικής μνήμης από το επίσημο κράτος.
Η μη δημοσιοποίηση των πρακτικών ερμηνεύεται από πολλούς ως απόπειρα συγκάλυψης ή τουλάχιστον αποφυγής της πολιτικής αυτοκριτικής από όλες τις πλευρές. Από την άλλη, η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει νέο κύκλο εντάσεων, ίσως και λαϊκιστικών ερμηνειών, σε ένα ήδη επιφορτισμένο πολιτικό κλίμα.
Η δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Κώστα Τασούλα και τον Αλέξη Τσίπρα για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της σύσκεψης του 2015 αποκαλύπτει ένα βαθύτερο έλλειμμα: το έλλειμμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τη λειτουργία τους. Όσο δεν υπάρχουν θεσμικά εργαλεία για την αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας, τόσο οι σκιές του παρελθόντος θα συνεχίζουν να επανέρχονται και να δηλητηριάζουν τον δημόσιο διάλογο.
Η ανάγκη για διαφάνεια δεν είναι πράξη εκδίκησης ή πολιτικής εκμετάλλευσης· είναι πράξη ευθύνης απέναντι στην Ιστορία. Και όσο αυτή η ανάγκη παραμένει ανεκπλήρωτη, τόσο η ελληνική κοινωνία θα αναζητεί την αλήθεια μέσα από ψίθυρους, εικασίες και σκόρπιες λέξεις – και όχι μέσα από τεκμηριωμένα αρχεία.