Ellines Eidiseis

Οι Έλληνες απομακρύνονται από τις ειδήσεις: Χαμηλή εμπιστοσύνη και αυξανόμενη αποχή από την ενημέρωση

Στην ετήσια παγκόσμια έρευνα του Reuters Institute για το 2025, αποκαλύπτεται μια τάση που έχει αρχίσει να γίνεται ενδημική στην Ελλάδα: οι πολίτες όχι μόνο αποφεύγουν ολοένα και περισσότερο να ενημερώνονται από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, αλλά και δείχνουν βαθιά δυσπιστία απέναντί τους. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκομμένο από τη διεθνή συγκυρία· ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση, παρουσιάζει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις.

Η ετήσια μελέτη, η οποία βασίστηκε σε πάνω από 90.000 ερωτηματολόγια πολιτών από 46 χώρες, κατέδειξε ότι στην Ελλάδα παρατηρείται μια από τις χαμηλότερες βαθμολογίες παγκοσμίως όσον αφορά την εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης. Μόλις το 22% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι εμπιστεύεται τις ειδήσεις γενικά, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για την αντίληψη περί ανεξαρτησίας των μέσων από την πολιτική ή επιχειρηματική επιρροή. Συγκεκριμένα, μόλις το 7% πιστεύει ότι τα ελληνικά μέσα δεν ελέγχονται από την κυβέρνηση, ενώ μόνο ένα 8% θεωρεί ότι λειτουργούν ανεξάρτητα από επιχειρηματικά συμφέροντα.

Αυτή η διάχυτη δυσπιστία αντανακλάται και στη συμπεριφορά των πολιτών ως προς την ενημέρωση. Σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού δηλώνει ότι αποφεύγει συστηματικά την επαφή με τις ειδήσεις, είτε επειδή αισθάνεται ότι αυτές προκαλούν άγχος και αρνητικά συναισθήματα, είτε επειδή θεωρεί ότι η πληροφόρηση είναι μεροληπτική, προκατειλημμένη ή ελλιπής. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, κυρίως μεταξύ των νεότερων ηλικιών, να αποφεύγουν πλήρως τις ειδήσεις, επιλέγοντας την “ψηφιακή αποτοξίνωση” ή την αντικατάσταση των κλασικών μορφών ενημέρωσης με σύντομα, επιφανειακά αποσπάσματα πληροφορίας από τα κοινωνικά δίκτυα.


Η εικόνα αυτή εντείνεται ακόμη περισσότερο από τα δομικά προβλήματα του ελληνικού μιντιακού τοπίου. Η μεγάλη συγκέντρωση ιδιοκτησίας μέσων στα χέρια λίγων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται και σε άλλους τομείς –όπως η ενέργεια, οι κατασκευές ή οι τράπεζες– έχει δημιουργήσει την αίσθηση ότι τα ΜΜΕ δεν υπηρετούν την αλήθεια, αλλά τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους. Οι δεσμοί μεταξύ μέσων, πολιτικής εξουσίας και οικονομικών παραγόντων αποτυπώνονται όχι μόνο στη θεματολογία και τον τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων, αλλά και στη σιωπή γύρω από κρίσιμα ζητήματα που ενδέχεται να προκαλούσαν πολιτικό ή επιχειρηματικό κόστος.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα που έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών τα τελευταία χρόνια είναι η υπόθεση παρακολούθησης δημοσιογράφων με το λογισμικό Predator, το σκάνδαλο των υποκλοπών που άγγιξε ακόμη και τον ίδιο τον αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης, αλλά και η πρακτική της κατανομής κρατικής διαφήμισης με αδιαφανή κριτήρια. Η υπόθεση της “λίστας Πέτσα”, όπως ονομάστηκε, άφησε έντονες εντυπώσεις στην κοινωνία, καθώς αποκαλύφθηκε ότι μεγάλα ποσά δημόσιου χρήματος διοχετεύθηκαν σε μέσα χωρίς σαφή κριτήρια, ενισχύοντας την εντύπωση για εξαγορά εύνοιας και φίμωση της κριτικής φωνής.

Στο μεταξύ, οι δημοσιογράφοι, παρότι συνεχίζουν να επιτελούν το έργο τους υπό δύσκολες συνθήκες, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν όλο και πιο ασφυκτικό επαγγελματικό ορίζοντα. Οι συνθήκες εργασίας είναι συχνά επισφαλείς, η αυτολογοκρισία αυξάνεται, ενώ οι αγωγές εκφοβισμού (SLAPPs) πολλαπλασιάζονται, με σκοπό να αποτρέψουν την ερευνητική δημοσιογραφία και τη δημοσίευση ευαίσθητων πληροφοριών.

Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνείς οργανισμοί, όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, τοποθετώντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης ως προς την ελευθερία του Τύπου.

Απέναντι σε αυτήν την κρίση εμπιστοσύνης, ένα μέρος του πληθυσμού στρέφεται πλέον σε εναλλακτικές μορφές ενημέρωσης. Τα podcasts, οι ανεξάρτητες πλατφόρμες, οι newsletters από δημοσιογράφους χωρίς δεσμούς με μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα, αλλά και τα διεθνή μέσα, φαίνεται να κερδίζουν έδαφος. Ειδικά οι νεότερες ηλικίες επιλέγουν πιο διαδραστικές, οπτικοακουστικές μορφές πληροφόρησης, όπως τα σύντομα ενημερωτικά βίντεο στο TikTok ή στο YouTube, με το περιεχόμενο όμως να παραμένει συχνά αποσπασματικό ή ελλιπώς τεκμηριωμένο.

Η έρευνα του Reuters δεν κρούει απλώς τον κώδωνα του κινδύνου. Αποκαλύπτει την ανάγκη για μια βαθιά αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας των ελληνικών ΜΜΕ. Απαιτείται μια γενναία δέσμη μέτρων, θεσμικών και επαγγελματικών: ενίσχυση της διαφάνειας στην ιδιοκτησία, καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων για τη χρηματοδότηση των μέσων, θωράκιση της ερευνητικής δημοσιογραφίας με νομική προστασία, υποστήριξη των ανεξάρτητων φωνών και κυρίως, αποκατάσταση του δεσμού εμπιστοσύνης με το κοινό.

Μόνο μέσα από αυτή την πολυδιάστατη προσπάθεια μπορεί να ξαναβρεί η ενημέρωση στην Ελλάδα τον ρόλο της ως βασικός πυλώνας της δημοκρατίας — ως θεσμός που δεν χειραγωγεί, αλλά ενδυναμώνει τους πολίτες.

Facebook
Twitter
LinkedIn