Σε μια εποχή που η εργασιακή καθημερινότητα μετασχηματίζεται ραγδαία, η ανάγκη για εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που προωθείται από το Υπουργείο Εργασίας επιχειρεί να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη, εισάγοντας ευέλικτες ρυθμίσεις για τη χορήγηση των ετήσιων αδειών στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, αυτή η ευελιξία συνοδεύεται και από έναν νέο μηχανισμό διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη, δημιουργώντας έναν διαφορετικό χάρτη δικαιωμάτων αλλά και υποχρεώσεων στην εργασία.
Νέο καθεστώς στην ετήσια άδεια – Τι αλλάζει
Η πιο ουσιαστική αλλαγή αφορά τον τρόπο λήψης της ετήσιας άδειας, καθώς πλέον δίνεται η δυνατότητα στους εργαζόμενους να την κατανέμουν σε περισσότερες περιόδους εντός του έτους. Μέχρι σήμερα, η άδεια μπορούσε να δοθεί σε δύο διαστήματα κατ’ ανώτατο όριο, και μάλιστα το ένα από αυτά έπρεπε να είναι υποχρεωτικά συνεχές (τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες σε πενθήμερη εργασία ή 12 σε εξαήμερη).
Με το νέο πλαίσιο, ο εργαζόμενος έχει πλέον τη δυνατότητα να αιτηθεί την τμηματική χορήγηση της άδειας σε τρία ή περισσότερα διαστήματα, ακόμα και σε τέσσερα αν το επιθυμεί. Το σημαντικό, ωστόσο, είναι πως η τελική απόφαση δεν λαμβάνεται μονομερώς, αλλά απαιτεί τη συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργοποιείται μια διαδικασία διαλόγου και προσαρμογής.
Αυτό σημαίνει πως για να «σπάσει» η άδεια σε επιπλέον τμήματα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, ενώ ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να αρνηθεί ή να τροποποιήσει το αίτημα, αρκεί να τηρηθούν οι βασικές προϋποθέσεις του νόμου. Έτσι, η ευελιξία που δίδεται στο προσωπικό λειτουργεί εντός ενός πλαισίου συνεργασίας – όχι αυθαιρεσίας.
Ποια είναι τα σημεία που θα διαπραγματεύεται πλέον ο εργαζόμενος
Με τη νέα διάταξη, δημιουργούνται νέα «πεδία διαπραγμάτευσης» μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα:
- Ο χρονισμός της άδειας: Πότε θα δοθεί κάθε τμήμα της άδειας, ειδικά αν αυτή χωρίζεται σε περισσότερες από δύο περιόδους. Ο εργοδότης έχει λόγο στο να εγκρίνει ή να μεταθέσει το προτεινόμενο χρονικό διάστημα.
- Η διάρκεια κάθε τμήματος: Ο εργαζόμενος μπορεί να προτείνει μικρότερες άδειες μέσα στο έτος, αλλά ο εργοδότης δύναται να ζητήσει διαφορετική κατανομή, αν αυτή εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες της επιχείρησης.
- Το επίδομα αδείας: Η πληρωμή του επιδόματος μπορεί πλέον να γίνεται είτε εφάπαξ, είτε τμηματικά μαζί με κάθε περίοδο άδειας – κάτι που επίσης θα πρέπει να συμφωνείται ανά περίπτωση.
- Η χορήγηση εντός θερινής περιόδου: Παραμένει η υποχρέωση για τους εργοδότες να χορηγούν την ετήσια άδεια σε τουλάχιστον το 50% των εργαζομένων στο διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου, δίνοντας έμφαση στην ξεκούραση τους στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Νέες οικονομικές προβλέψεις – Το αυξημένο επίδομα άδειας
Από 1η Απριλίου 2025, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε στα 880 ευρώ, γεγονός που επηρεάζει και το ελάχιστο ύψος του επιδόματος αδείας, το οποίο ανέρχεται πλέον στα 589,41 ευρώ για τους μισθωτούς. Το ποσό αυτό αποτελεί το ήμισυ του μηνιαίου μισθού, ενώ για τους εργαζόμενους με ημερομίσθιο αντιστοιχεί σε 13 ημερομίσθια.
Αν και πρόκειται για υποχρεωτική παροχή, και όχι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, το πότε και πώς θα καταβληθεί το επίδομα – δηλαδή εφάπαξ ή μαζί με την άδεια – τίθεται σε συμφωνία με τον εργοδότη.
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο αφορά τη χρονοκαθυστέρηση. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να απαντήσει και να ικανοποιήσει το αίτημα για άδεια εντός δύο μηνών από την υποβολή του. Αυτό αποσκοπεί στην αποφυγή καταχρηστικών συμπεριφορών ή σιωπηρών αρνήσεων.
Επιπλέον, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η άδεια δίνεται εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους. Σε αντίθετη περίπτωση, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα αποζημίωσης ή έντοκης καταβολής της μη χορηγηθείσας άδειας.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στις άδειες εργασίας διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο ευελιξίας αλλά και αμοιβαίας συνεννόησης. Η δυνατότητα τμηματικής χορήγησης της άδειας σε περισσότερα διαστήματα μπορεί να προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής στον εργαζόμενο, ειδικά σε περιόδους με αυξημένες προσωπικές ή οικογενειακές ανάγκες. Παράλληλα, όμως, απαιτεί από τους εργοδότες οργανωτικότητα, καλή πίστη και διάθεση συνεργασίας.
Η ουσία του νομοσχεδίου δεν είναι να μετατρέψει την άδεια σε πεδίο σύγκρουσης, αλλά σε χώρο διαλόγου – με σαφείς κανόνες, ίσες ευκαιρίες και αμοιβαίο σεβασμό. Μένει να φανεί αν η πράξη θα ακολουθήσει τη θεωρία, και αν τελικά οι προθέσεις της πολιτείας θα καρποφορήσουν μέσα στην καθημερινότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.