Στις 3 Δεκεμβρίου, ο Πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Γιουν Σουκ-γιόλ, κήρυξε στρατιωτικό νόμο, επικαλούμενος την ανάγκη αντιμετώπισης “αντι-κρατικών” δυνάμεων που, σύμφωνα με τον ίδιο, συνεργάζονταν με τη Βόρεια Κορέα. Η απόφαση αυτή περιλάμβανε την απαγόρευση πολιτικών δραστηριοτήτων, την αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων και την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων γύρω από το Κοινοβούλιο.
Η κίνηση του Προέδρου Γιουν προκάλεσε άμεση και έντονη αντίδραση. Βουλευτές της αντιπολίτευσης, μαζί με μέλη του ίδιου του κυβερνώντος κόμματος, καταδίκασαν την απόφαση, χαρακτηρίζοντάς την αντισυνταγματική. Χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους, διαδηλώνοντας κατά του στρατιωτικού νόμου και ζητώντας την άμεση άρση του.
Μέσα σε λίγες ώρες, το Κοινοβούλιο συνεδρίασε εκτάκτως και, με ομόφωνη απόφαση, ανέτρεψε την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Αντιμέτωπος με την καθολική αντίδραση, ο Πρόεδρος Γιουν αναγκάστηκε να άρει τον στρατιωτικό νόμο και να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις.
Η αποτυχημένη αυτή προσπάθεια του Προέδρου Γιουν να επιβάλει στρατιωτικό νόμο έχει προκαλέσει σοβαρή πολιτική κρίση στη χώρα. Η δημοτικότητά του, ήδη μειωμένη λόγω οικονομικών προβλημάτων και σκανδάλων διαφθοράς, έχει υποστεί περαιτέρω πλήγμα. Πολλοί ζητούν την παραίτησή του, ενώ υπάρχουν κατηγορίες για προδοσία, που θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχιση της θητείας του.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις, δεδομένης της στρατηγικής σημασίας της Νότιας Κορέας στην περιοχή. Η πολιτική αστάθεια ενδέχεται να επηρεάσει τις σχέσεις της χώρας με συμμάχους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία, καθώς και τις οικονομικές της σχέσεις με χώρες όπως η Αυστραλία.
Συνολικά, η αποτυχημένη αυτή απόπειρα επιβολής στρατιωτικού νόμου από τον Πρόεδρο Γιουν έχει οδηγήσει σε βαθιά πολιτική κρίση στη Νότια Κορέα, με αβέβαιες προοπτικές για το μέλλον της ηγεσίας του και της χώρας.