Ο αστυνομικός που υπηρετούσε στη Βουλή κρίθηκε προφυλακιστέος μετά την απολογία του, αντιμετωπίζοντας σοβαρές κατηγορίες για κακοποίηση και βιασμούς της συζύγου του και των παιδιών τους. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες και, μέσω του συνηγόρου του, ζήτησε τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης στη σύζυγό του.
Η υπόθεση ξεκίνησε όταν η σύζυγός του, επίσης αστυνομικός, κατήγγειλε τον περασμένο Φεβρουάριο περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Αν και αρχικά ανακάλεσε την καταγγελία, τον Νοέμβριο προχώρησε σε νέες καταγγελίες, αυτή τη φορά για σεξουαλική κακοποίηση των τεσσάρων παιδιών τους.
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες, όπως βιασμό ανηλίκου κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, κατάχρηση ανηλίκων από οικείο πρόσωπο, γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών, πορνογραφία ανηλίκων, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αστυνομικός υπηρετούσε στην Υπηρεσία Ασφάλειας της Βουλής από τις αρχές του 2019, ενώ του είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα να φέρει όπλο για ψυχολογικούς λόγους.
Η σύζυγός του, σε συνέντευξή της, ανέφερε ότι δεχόταν διαρκώς απειλές για τη ζωή της και των παιδιών τους, ενώ περιέγραψε τη βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της. Η υπόθεση έχει προκαλέσει σοκ στην κοινή γνώμη, ενώ οι αρχές συνεχίζουν τις έρευνες για την πλήρη διαλεύκανσή της.
Προβληματισμός για τη στάση της ΕΛ.ΑΣ. στην υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής
Η υπόθεση αυτή έχει προκαλέσει έντονα ερωτήματα για τη στάση και τους χειρισμούς της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) τόσο πριν όσο και μετά τις αποκαλύψεις.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα αφορά την επάρκεια των ελέγχων που πραγματοποιούνται στους αστυνομικούς κατά την πρόσληψη και την υπηρεσία τους. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με τέτοιο προφίλ να κατέχει θέση ευθύνης, υπηρετώντας μάλιστα στη φρουρά της Βουλής; Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός μπορεί να είχε επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά ή άλλα προειδοποιητικά σημάδια, τα οποία αγνοήθηκαν ή υποτιμήθηκαν από τους ανωτέρους του;
Επιπλέον, η αντίδραση της ΕΛ.ΑΣ. μετά την πρώτη καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία φαίνεται ανεπαρκής. Αν και ο αστυνομικός συνελήφθη και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή, οι καταγγελίες για την κακοποίηση των παιδιών ήρθαν στο φως μόνο μετά από περαιτέρω ενέργειες της συζύγου του. Προκύπτουν ερωτήματα για το αν η αστυνομία ενήργησε άμεσα και αποτελεσματικά για την προστασία της οικογένειας, και ιδιαίτερα των ανήλικων παιδιών. Ποια μέτρα λήφθηκαν για να διασφαλιστεί η ασφάλειά τους και να αποτραπούν περαιτέρω κακοποιητικές πράξεις; Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για εσωτερική διερεύνηση στις τάξεις της αστυνομίας. Υπήρχαν ανώτεροι ή συνάδελφοι που γνώριζαν για την κακοποιητική συμπεριφορά του αστυνομικού αλλά επέλεξαν να σιωπήσουν; Υπήρξαν παραλείψεις ή καθυστερήσεις που διευκόλυναν τη συνέχιση των εγκλημάτων; Η ΕΛ.ΑΣ. καλείται να εξετάσει με διαφάνεια αν και κατά πόσο οι εσωτερικές της διαδικασίες λειτούργησαν επαρκώς.
Παράλληλα, προκύπτει ζήτημα σχετικά με την υποστήριξη των θυμάτων. Η αστυνομία, ως θεσμός επιβολής του νόμου, οφείλει να παρέχει άμεση βοήθεια στα θύματα βίας, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος είναι μέλος της. Τι είδους συνεργασία υπάρχει με κοινωνικές υπηρεσίες για την ψυχολογική και πρακτική στήριξη της συζύγου και των παιδιών;
Τέλος, η ΕΛ.ΑΣ. καλείται να αναθεωρήσει τις πολιτικές της για την πρόληψη τέτοιων περιστατικών. Χρειάζονται πιο αυστηροί ψυχολογικοί έλεγχοι κατά την πρόσληψη, καθώς και τακτική αξιολόγηση του προσωπικού. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η εκπαίδευση των αστυνομικών για την αναγνώριση και αντιμετώπιση φαινομένων κακοποίησης, ακόμα κι όταν αυτά αφορούν συναδέλφους τους.
Η υπόθεση αυτή αποτελεί ένα σοβαρό πλήγμα για τη δημόσια εικόνα της αστυνομίας, θέτοντας σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό. Η ΕΛ.ΑΣ. οφείλει να αποδείξει ότι η μηδενική ανοχή απέναντι στη βία δεν είναι απλώς ρητορική, αλλά βασική αρχή της λειτουργίας της. Η πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης και η ανάληψη ευθυνών σε όλα τα επίπεδα είναι απαραίτητα βήματα για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της.