Η δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου για τους θανάτους των δύο μικρότερων παιδιών της, της Μαλένας και της Ίριδας, πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, με την απολογία της κατηγορούμενης να ολοκληρώνεται μετά από οκτώ συνεδριάσεις. Η εισαγγελέας της έδρας αναμένεται να προτείνει για την ενοχή ή μη της κατηγορούμενης στις 27 Φεβρουαρίου.
Στο κλείσιμο της απολογίας της, η Ρούλα Πισπιρίγκου δήλωσε: «Δεν θέλω να χάσω την πίστη μου στη δικαιοσύνη, ελπίζω στη δίκαιη απόφασή σας. Δολοφόνος δεν είμαι, δεν σκότωσα κανένα από τα παιδιά μου. Εύχομαι κανείς σας ούτε δικός σας άνθρωπος να βρεθεί στη θέση μου». Αναφέρθηκε επίσης στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικογένειά της λόγω της υπόθεσης, σημειώνοντας ότι η μητέρα της έχει έναν χρόνο να πάει στη δουλειά και η αδελφή της είναι άνεργη. Ευχαρίστησε τους δικηγόρους της, χαρακτηρίζοντάς τους «αφανείς ήρωες», και εξέφρασε την ελπίδα για μια δίκαιη απόφαση.
Κατά τη διάρκεια της απολογίας της, η κατηγορούμενη υποστήριξε ότι κάποιοι «άρρωστοι και επικίνδυνοι άνθρωποι» έστησαν την υπόθεση εναντίον της, συσπειρώνοντας μάρτυρες. Αναφερόμενη στους ιατροδικαστές, εξέφρασε αμφιβολίες για τα ευρήματά τους, λέγοντας: «Γιατί ασφυξία; Γιατί εγώ στη φυλακή; Ποια συμφέροντα; Έλυσαν το έγκλημα του αιώνα βγάζοντας ασφυξία; Τι έχει γίνει επιτέλους;». Πρόσθεσε ότι αισθάνεται «ζωντανή-νεκρή» από τότε που πέθανε η Τζωρτζίνα και δεσμεύτηκε να αναζητήσει την αλήθεια.
Στην έναρξη της συνεδρίασης, η Ρούλα Πισπιρίγκου παρουσίασε ένα σχεδιάγραμμα για να εξηγήσει πώς κινήθηκε στους διαδρόμους του νοσοκομείου «Ελπίδα» για να εντοπίσει και να ειδοποιήσει τους γιατρούς σχετικά με τη Μαλένα. Στόχος της ήταν να δείξει ότι δεν καθυστέρησε και ότι, αντίθετα, οι γιατροί άργησαν να ανταποκριθούν. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησε μια ροζ πλαστική κούκλα για να κάνει αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο τοποθέτησε το πανάκι στην Ίριδα, προσπαθώντας να υποστηρίξει την εκδοχή της για τα γεγονότα.
Μετά τη διακοπή της δίκης, η μητέρα της Ρούλας Πισπιρίγκου αισθάνθηκε αδιαθεσία και λιποθύμησε, αλλά συνήλθε αμέσως μετά.
Η υπόθεση αυτή έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον και αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία, με την κοινή γνώμη να αναμένει την τελική απόφαση του δικαστηρίου.