Στις 7 Ιανουαρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) εξέδωσε απόφαση που καταδικάζει την Ελλάδα για παράνομη επαναπροώθηση μετανάστριας στην Τουρκία, χαρακτηρίζοντας την πρακτική των “pushbacks” ως συστηματική.
Υπόθεση A.R.E. κατά Ελλάδας
Η υπόθεση αφορά την A.R.E., Τουρκάλα υπήκοο, η οποία το 2019 διέσχισε τα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας στον Έβρο, αναζητώντας άσυλο. Σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΑΔ, οι ελληνικές αρχές την επαναπροώθησαν παράνομα στην Τουρκία, χωρίς να της δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει αίτημα ασύλου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις για συστηματική πρακτική επαναπροωθήσεων από τις ελληνικές αρχές στην περιοχή του Έβρου. Η A.R.E. αποζημιώθηκε με 20.000 ευρώ για την παραβίαση των δικαιωμάτων της.
Αντιδράσεις και επιπτώσεις
Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι οι πολιτικές της συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχουν επανειλημμένα εκφράσει ανησυχίες για τις πρακτικές επαναπροωθήσεων από την Ελλάδα, καλώντας για διεξοδικές έρευνες.
Η απόφαση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει τις πολιτικές συνόρων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που κράτη-μέλη της ΕΕ επιδιώκουν αυστηρότερους ελέγχους μετανάστευσης. Η Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας αυξημένες αφίξεις μεταναστών, έχει ζητήσει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για την επέκταση του φράχτη στα σύνορα με την Τουρκία.
Προηγούμενες αποφάσεις του ΕΔΑΔ κατά της Ελλάδας
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το ΕΔΑΔ καταδικάζει την Ελλάδα για πρακτικές επαναπροωθήσεων. Το 2022, το Δικαστήριο εξέδωσε ιστορική απόφαση σχετικά με την παράνομη και επικίνδυνη πρακτική επαναπροωθήσεων σκαφών αιτούντων άσυλο προς την Τουρκία, μετά από περιστατικό στο Φαρμακονήσι όπου 11 γυναίκες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους.
Η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ υπογραμμίζει την ανάγκη για σεβασμό των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η Ελλάδα, ως χώρα πρώτης υποδοχής, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των ζητημάτων και καλείται να διασφαλίσει ότι οι πρακτικές της συμμορφώνονται με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρέχοντας πρόσβαση σε δίκαιες διαδικασίες ασύλου.