Η απιστία, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και τραυματικά φαινόμενα στις διαπροσωπικές σχέσεις, συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας, συζήτησης και ανάλυσης. Παρά την κοινωνική καταδίκη της, παραμένει διαχρονικά παρούσα σε όλες τις κουλτούρες, με πολυσύνθετα κίνητρα και συνέπειες.
Η απιστία ορίζεται ως η παραβίαση μιας συμφωνημένης αποκλειστικότητας, είτε σεξουαλικής είτε συναισθηματικής φύσης, μέσα σε μία σχέση. Σύμφωνα με τους Blow και Hartnett, η απιστία κατηγοριοποιείται σε:
- Σεξουαλική απιστία: Φυσική σεξουαλική εμπλοκή με τρίτο άτομο.
- Συναισθηματική απιστία: Δημιουργία βαθιού συναισθηματικού δεσμού εκτός σχέσης, χωρίς απαραίτητα φυσική επαφή.
- Διαδικτυακή απιστία: Ερωτική ή συναισθηματική επικοινωνία μέσω εφαρμογών και κοινωνικών μέσων.
- Φαντασιακή απιστία: Ισχυρές φαντασιώσεις που υπονομεύουν την αποκλειστικότητα.
Η σύγχρονη κοινωνία, επηρεασμένη από την τεχνολογία, έχει αυξήσει τη δυσκολία να οριστεί σαφώς τι συνιστά απιστία.
Στατιστικά δεδομένα: Τι δείχνουν οι αριθμοί
Η απιστία παραμένει διαδεδομένη, με μικρές διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια:
- Σύμφωνα με το General Social Survey (2022), περίπου 20% των ανδρών και 13% των γυναικών σε γάμο αναφέρουν ότι έχουν απατήσει.
- Μελέτη του Lehmiller (2023) επισημαίνει ότι 23% των ανδρών και 19% των γυναικών ανέφεραν απιστία σε σχέση το τελευταίο έτος, ποσοστά αυξημένα σε σύγκριση με πριν την πανδημία.
- Σε νεότερες ηλικιακές ομάδες (18–30 ετών), η χρήση ψηφιακών μέσων αύξησε τα ποσοστά απιστίας κατά περίπου 18%.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η απιστία, αν και σταθερά κατακριτέα, προσαρμόζεται στα νέα κοινωνικά και τεχνολογικά περιβάλλοντα.
Οι λόγοι που οδηγούν στην απιστία είναι πολυδιάστατοι:
Συναισθηματική παραμέληση
Η συναισθηματική παραμέληση θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο κρίσιμους παράγοντες που οδηγούν στην απιστία, όπως αναδεικνύεται μέσα από πλήθος ερευνών. Συναισθηματική παραμέληση σημαίνει ότι, μέσα στη σχέση, το ένα μέλος δεν λαμβάνει τη συναισθηματική υποστήριξη, την κατανόηση, την ενσυναίσθηση ή τη φροντίδα που έχει ανάγκη. Δεν αφορά την έλλειψη υλικών αγαθών ή σεξουαλικής δραστηριότητας, αλλά την αίσθηση συναισθηματικής απομόνωσης.
Συμπτώματα συναισθηματικής παραμέλησης μπορεί να είναι:
- Έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας.
- Αδιαφορία για τα συναισθήματα του συντρόφου.
- Αίσθημα μοναξιάς μέσα στη σχέση.
- Μειωμένη έκφραση αγάπης, τρυφερότητας ή ενδιαφέροντος.
Όταν ένα άτομο νιώθει μακροχρόνια συναισθηματικά παραμελημένο, ενεργοποιούνται βασικές ανθρώπινες ανάγκες:
- Η ανάγκη για αναγνώριση: Να αισθανθεί ότι είναι σημαντικό και πολύτιμο για κάποιον.
- Η ανάγκη για σύνδεση: Να νιώσει ότι έχει έναν άνθρωπο που τον κατανοεί και τον στηρίζει.
- Η ανάγκη για συναισθηματική επαφή: Να μοιράζεται χαρές, λύπες, φόβους και όνειρα.

Αν αυτές οι ανάγκες μένουν ανεκπλήρωτες μέσα στη σχέση, το άτομο μπορεί ασυνείδητα ή συνειδητά να αναζητήσει αλλού αυτή τη συναισθηματική σύνδεση.
Στην αρχή, η απιστία μπορεί να είναι καθαρά συναισθηματική (συζητήσεις, κοινές εξομολογήσεις), αλλά στη συνέχεια μπορεί να εξελιχθεί και σε σεξουαλική.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι πολλές φορές, εκείνοι που απατούν λόγω συναισθηματικής παραμέλησης, δεν το είχαν προσχεδιάσει. Η απιστία προκύπτει ως αποτέλεσμα της εσωτερικής τους ανάγκης να νιώσουν ξανά ζωντανοί και ορατοί.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η απιστία σχετίζεται περισσότερο με σεξουαλική αναζήτηση, παρορμητικότητα ή ναρκισσιστικά κίνητρα. Ωστόσο, η συναισθηματική παραμέληση φαίνεται να είναι ένας από τους πιο βαθιούς και συχνούς ψυχολογικούς παράγοντες που ωθούν προς την απιστία, ιδιαίτερα στις μακροχρόνιες σχέσεις.
Η πρόληψη της συναισθηματικής παραμέλησης απαιτεί:
- Συστηματική και ουσιαστική επικοινωνία.
- Ενεργητική ακρόαση των συναισθηματικών αναγκών του άλλου.
- Συνεχή ανατροφοδότηση τρυφερότητας και ενδιαφέροντος.
- Συνειδητή προσπάθεια να παραμένει η συναισθηματική σύνδεση ζωντανή μέσα στην καθημερινότητα.
Σε περιπτώσεις όπου έχει ήδη δημιουργηθεί συναισθηματική απόσταση, η συμβουλευτική ζευγαριών μπορεί να βοηθήσει να γεφυρωθεί το χάσμα και να επανασυνδεθούν τα συναισθήματα.
Σεξουαλική δυσαρέσκεια
Η σεξουαλική δυσαρέσκεια αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες της απιστίας. Αν και συχνά θεωρείται “ταμπού” να συζητείται ανοιχτά, η έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης αποδεικνύεται, από πλήθος ερευνών, θεμελιώδης αιτία που οδηγεί άτομα να αναζητήσουν σεξουαλική ή συναισθηματική ικανοποίηση εκτός της σχέσης.
Δεν αφορά μόνο τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, αλλά περιλαμβάνει:
- Την ποιότητα της σεξουαλικής επαφής (αίσθημα σύνδεσης, ικανοποίηση).
- Τη σεξουαλική συμβατότητα μεταξύ των συντρόφων.
- Την αίσθηση απόρριψης ή υποχρέωσης κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
- Τη σεξουαλική επικοινωνία (αν τα άτομα μιλούν ανοιχτά για τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους).
Η σεξουαλική δυσαρέσκεια μπορεί να είναι αποτέλεσμα:
- Μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας (libido).
- Σεξουαλικής μονοτονίας και ρουτίνας.
- Ψυχολογικών παραγόντων (άγχος, κατάθλιψη).
- Σωματικών παραγόντων (ορμονικές αλλαγές, ασθένειες).
Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με βασικές ψυχικές ανάγκες:
- Ανάγκη για σωματική εγγύτητα.
- Ανάγκη για πάθος και σεξουαλική εξερεύνηση.
- Ανάγκη για επιβεβαίωση της ελκυστικότητας.
Όταν αυτές οι ανάγκες παραμένουν ανεκπλήρωτες μέσα στη σταθερή σχέση, δημιουργείται αίσθημα έλλειψης και εσωτερική ματαίωση. Αυτό το συναισθηματικό και σωματικό κενό μπορεί να ωθήσει ένα άτομο στο να αναζητήσει έξω από τη σχέση την επιβεβαίωση, τη σεξουαλική ικανοποίηση ή την περιπέτεια που λείπει.
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η σεξουαλική δυσαρέσκεια δεν σημαίνει απαραίτητα έλλειψη αγάπης. Πολλές φορές τα άτομα αγαπούν τον σύντροφό τους, αλλά νιώθουν ότι οι σεξουαλικές ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται, γεγονός που δημιουργεί εσωτερικές συγκρούσεις.
Αν και και τα δύο φύλα επηρεάζονται από τη σεξουαλική δυσαρέσκεια:
- Οι άνδρες τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ποσότητα και στην ποικιλία της σεξουαλικής επαφής.
- Οι γυναίκες εστιάζουν συχνότερα στην ποιότητα της συναισθηματικής σύνδεσης μέσα από τη σεξουαλικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι για πολλές γυναίκες, η έλλειψη συναισθηματικής οικειότητας μέσα στη σεξουαλική πράξη μπορεί να βιώνεται εξίσου, ή και περισσότερο, τραυματικά από την απουσία της πράξης αυτής καθαυτής.
Η ύπαρξη σεξουαλικών προβλημάτων ή δυσαρέσκειας δεν σημαίνει αυτόματα ότι κάποιος θα απατήσει.
Ναρκισσισμός και ανάγκη επιβεβαίωσης
Ένας σημαντικός και συχνά υποτιμημένος παράγοντας που συμβάλλει στην απιστία είναι ο ναρκισσισμός και η έντονη ανάγκη για συνεχή επιβεβαίωση. Το φαινόμενο αυτό έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια, ειδικά με τη διάδοση των κοινωνικών μέσων που ευνοούν την αυτοπροβολή. Ο ναρκισσισμός, όπως ορίζεται από την ψυχολογία, είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από:
- Υπερβολική αίσθηση αυτοσημαντικότητας.
- Ανάγκη για θαυμασμό και αποδοχή.
- Έλλειψη ενσυναίσθησης για τις ανάγκες ή τα συναισθήματα των άλλων.
- Υψηλή ευαισθησία σε κριτική ή απόρριψη.
Στην ήπια μορφή του, όλοι έχουμε κάποια ναρκισσιστικά στοιχεία — είναι φυσιολογικό να θέλουμε να νιώθουμε σημαντικοί. Όμως, όταν αυτά τα στοιχεία είναι υπερβολικά έντονα και ανεξέλεγκτα, μπορεί να προκαλέσουν προβληματικές συμπεριφορές μέσα στις σχέσεις.
Η απιστία στους ναρκισσιστές ή στα άτομα με υψηλή ανάγκη επιβεβαίωσης συνδέεται με:
- Αναζήτηση συνεχούς θαυμασμού: Αν δεν παίρνουν την αναγνώριση που επιθυμούν μέσα στη σχέση, την αναζητούν εκτός.
- Αίσθηση δικαιώματος (“deservingness”): Θεωρούν ότι δικαιούνται την προσοχή και την επιβεβαίωση περισσότερων από έναν συντρόφους.
- Μειωμένη ενσυναίσθηση: Δεν αντιλαμβάνονται ή δεν τους ενδιαφέρει τόσο το πόσο θα πληγώσουν τον σύντροφό τους.
- Ανάγκη για “κατάκτηση”: Η κατάκτηση ενός νέου συντρόφου λειτουργεί ως μέσο τόνωσης του “εγώ”.
Συχνά, η απιστία για άτομα με ναρκισσιστικές τάσεις δεν είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής ή σεξουαλικής ανικανοποίησης, αλλά προσωπικής αναζήτησης αυτοεπιβεβαίωσης. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι ναρκισσισμού που σχετίζονται με την απιστία:
- Μεγαλομανιακός ναρκισσισμός (Grandiose narcissism):
- Υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους.
- Νιώθουν ότι τους αξίζουν πολλοί σύντροφοι.
- Βλέπουν την απιστία ως “κατάκτηση”.
- Ευάλωτος ναρκισσισμός (Vulnerable narcissism):
- Χαμηλή αυτοεκτίμηση πίσω από προσωπείο ανωτερότητας.
- Χρησιμοποιούν την απιστία για να καλύψουν εσωτερικές ανασφάλειες.
- Νιώθουν ότι η προδοσία είναι “άμυνα” απέναντι στην αίσθηση απόρριψης.
Στην εποχή των social media, όπου η αξία μας πολλές φορές μετριέται σε “likes” και “followers”, η ανάγκη για επιβεβαίωση έχει διογκωθεί. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι άτομα που κάνουν συχνή χρήση εφαρμογών γνωριμιών και κοινωνικών δικτύων παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα ναρκισσισμού και είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε απιστία.

Η εξωτερική επιβεβαίωση γίνεται εθιστική: κάθε νέα κατάκτηση ή κολακεία “τροφοδοτεί” το αίσθημα αξίας, αλλά η ικανοποίηση είναι προσωρινή, δημιουργώντας φαύλο κύκλο.
Ο ναρκισσισμός αυξάνει την πιθανότητα απιστίας, αλλά δεν σημαίνει ότι όλοι οι ναρκισσιστές θα απατήσουν.
Άλλοι παράγοντες όπως η προσωπική ηθική, η δέσμευση στη σχέση και η αυτογνωσία μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά.
Παρορμητικότητα και ευκαιριακοί παράγοντες
Η παρορμητικότητα και οι ευκαιριακοί παράγοντες αναγνωρίζονται από τους ειδικούς ως καθοριστικοί μηχανισμοί που μπορούν να οδηγήσουν στην απιστία, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει προγενέστερη συνειδητή πρόθεση προδοσίας. Η απιστία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι λιγότερο προϊόν σχεδίου και περισσότερο αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας, παρορμητικής απόφασης. Η παρορμητικότητα αναφέρεται στην τάση ενός ατόμου να ενεργεί χωρίς να σκέφτεται επαρκώς τις συνέπειες των πράξεών του.
- Γρήγορη, μη ελεγχόμενη λήψη αποφάσεων.
- Χαμηλή ικανότητα αναστολής παρορμήσεων.
- Έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού ή στρατηγικής.
Στις διαπροσωπικές σχέσεις, η παρορμητικότητα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο “στιγμιαίων λαθών” — και η απιστία είναι ένας από αυτούς. Οι ευκαιριακοί παράγοντες αναφέρονται στις εξωτερικές συνθήκες που διευκολύνουν την απιστία. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι:
- Επαγγελματικά ταξίδια χωρίς τον σύντροφο.
- Κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ουσιών σε κοινωνικά περιβάλλοντα.
- Συχνή επαφή με άτομα που εκδηλώνουν ερωτικό ενδιαφέρον.
- Διαμονή σε περιβάλλοντα όπου η απιστία θεωρείται “φυσιολογική” ή “αναμενόμενη”.
Σε τέτοιες συνθήκες, ακόμα και άτομα που δεν είχαν πρόθεση να απατήσουν, μπορεί να ενδώσουν αν:
- Βρεθούν σε συναισθηματικά ή σεξουαλικά φορτισμένες καταστάσεις.
- Βιώσουν προσωρινή συναισθηματική αποσταθεροποίηση (π.χ. θυμό, απογοήτευση).
Γιατί η παρορμητικότητα αυξάνει τον κίνδυνο απιστίας;
Η παρορμητικότητα:
- Μειώνει την ικανότητα να σκεφτούμε λογικά το μέλλον (“αν το μάθει ο/η σύντροφός μου, ποιες θα είναι οι συνέπειες;”).
- Ενισχύει την αναζήτηση άμεσης ικανοποίησης (“θέλω να νιώσω όμορφα τώρα, αδιαφορώ για μετά”).
- Μειώνει την αυτοπαρατήρηση και τον έλεγχο της συμπεριφοράς.
Η επιστήμη δεν αντιμετωπίζει την παρορμητικότητα ή την ύπαρξη ευκαιρίας ως “δικαιολογίες”, αλλά ως παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα ρήξης της ηθικής αυτοσυγκράτησης. Η ατομική ευθύνη παραμένει, όμως το πλαίσιο βοηθά να κατανοήσουμε πώς και γιατί σε κάποιες στιγμές οι άμυνες μπορεί να καταρρεύσουν.
Βιολογικές και εξελικτικές θεωρίες
Η απιστία δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από ψυχολογικούς ή κοινωνικούς παράγοντες. Ένα ισχυρό ρεύμα της επιστημονικής έρευνας —κυρίως από τον χώρο της εξελικτικής ψυχολογίας— υποστηρίζει ότι η απιστία έχει και βιολογικές και εξελικτικές ρίζες, ενσωματωμένες βαθιά στην ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με την Εξελικτική Θεωρία της Σεξουαλικής Στρατηγικής (Sexual Strategies Theory) των Buss και Schmitt:
- Οι άντρες και οι γυναίκες έχουν αναπτύξει διαφορετικές σεξουαλικές στρατηγικές για την επιβίωση και την αναπαραγωγή.
- Η απιστία μπορεί να εξηγηθεί ως στρατηγική γενετικής διάδοσης ή εξασφάλισης πόρων και υποστήριξης.
Αυτές οι στρατηγικές δεν είναι συνειδητές αλλά ενσωματωμένες στα βιολογικά και συναισθηματικά μας συστήματα μέσα από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης.
Για τους άνδρες (βάσει εξελικτικών θεωριών):
- Η απιστία ενισχύει τις πιθανότητες αναπαραγωγής με πολλαπλές συντρόφους.
- Η ανδρική φύση έχει επιλέξει την αναζήτηση νέων σεξουαλικών ευκαιριών για να διαδώσει τα γονίδιά του σε περισσότερους απογόνους.
Για τις γυναίκες:
- Η επιλογή διαφορετικών ή καλύτερων συντρόφων μέσω απιστίας μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερα γονίδια για τους απογόνους ή καλύτερους πόρους για την ανατροφή τους.
- Υπάρχει η θεωρία του dual mating strategy: μία στρατηγική για σταθερό σύντροφο/προστάτη και άλλη στρατηγική για σεξουαλικά ελκυστικό σύντροφο (Gangestad & Thornhill, 2008).
Έτσι, οι βιολογικές πιέσεις προς την απιστία διαφέρουν ελαφρώς μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά υπάρχουν και στα δύο φύλα. Επίσης, σύγχρονες έρευνες με νευροεπιστημονικά εργαλεία έδειξαν ότι ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται διαφορετικά σε νέους υποψήφιους συντρόφους σε σχέση με τους μακροχρόνιους.
Η βιοχημεία του σώματος επηρεάζει επίσης την τάση προς απιστία:
- Ντοπαμίνη: Ορμόνη που σχετίζεται με την αναζήτηση νέων εμπειριών και την αίσθηση ανταμοιβής. Αυξημένα επίπεδα ντοπαμίνης σχετίζονται με αναζητήσεις “κινδύνου” και “επιβράβευσης”, άρα και μεγαλύτερη πιθανότητα απιστίας.
- Ωκυτοκίνη: Η ορμόνη της αγάπης και της σύνδεσης. Τα υψηλά επίπεδά της ενισχύουν τη μονογαμία, ενώ τα χαμηλά επίπεδα μπορεί να ευνοήσουν συναισθηματική αποστασιοποίηση.
- Τεστοστερόνη: Συνδέεται με αυξημένη σεξουαλική ορμή και αυξημένο κίνδυνο ριψοκίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών.
Όμως, οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι οι βιολογικές τάσεις υπάρχουν, αλλά διαμορφώνονται και ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικούς, ψυχολογικούς και προσωπικούς παράγοντες.
Η ύπαρξη βιολογικής τάσης προς απιστία δεν σημαίνει ότι είναι αναπόφευκτη. Ο αυτοέλεγχος, η συναισθηματική ωριμότητα και οι αξίες μας παίζουν κρίσιμο ρόλο στο αν θα ενδώσουμε στις βιολογικές παρορμήσεις.
Ψυχολογικές συνέπειες: Το τραύμα της προδοσίας
Η απιστία δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα ή το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβη, έχει βαθιά ψυχολογικές συνέπειες τόσο για τον απατημένο σύντροφο όσο και για το άτομο που την διέπραξε. Οι έρευνες δείχνουν ότι η απιστία μπορεί να έχει σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και στη μελλοντική διαμόρφωση σχέσεων. Τα άτομα που έχουν βιώσει απιστία ως θύματα αναφέρουν:
- Θλίψη και κατάθλιψη: Η απώλεια της εμπιστοσύνης και η αίσθηση απόρριψης οδηγούν συχνά σε καταθλιπτικά επεισόδια.
- Άγχος και ανησυχία: Πολλοί βιώνουν διαρκές άγχος, φόβο εγκατάλειψης και συναισθηματική υπερεπαγρύπνηση.
- Θυμό και οργή: Η προδοσία προκαλεί έντονα συναισθήματα θυμού, τα οποία μπορεί να εκδηλωθούν είτε εξωτερικά (ξεσπάσματα) είτε εσωτερικά (αυτομομφή).
- Μειωμένη αυτοεκτίμηση: Πολλοί απατημένοι σύντροφοι αναρωτιούνται αν ήταν αρκετά “καλοί”, ελκυστικοί ή ικανοί να διατηρήσουν τη σχέση.
- Αίσθημα προδοσίας: Η απιστία καταρρίπτει βασικές αντιλήψεις περί αφοσίωσης και ασφάλειας μέσα στη σχέση.
Ένα σημαντικό εύρημα της ψυχολογικής έρευνας είναι ότι η απιστία μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά του συνδρόμου μετατραυματικού στρες (PTSD):
- Επαναλαμβανόμενες αναδρομές (flashbacks) στα γεγονότα.
- Εμμονικές σκέψεις για την απιστία και το τρίτο πρόσωπο.
- Αποφυγή τόπων, ανθρώπων ή καταστάσεων που θυμίζουν το περιστατικό.
- Διαταραχές ύπνου και υπερδιέγερση.
Σε μελέτη των Gordon, Baucom και Snyder, τα θύματα απιστίας παρουσίασαν υψηλά ποσοστά PTSD-όμοιων συμπτωμάτων για τουλάχιστον 6 μήνες μετά την αποκάλυψη του γεγονότος. Αν και συχνά το επίκεντρο είναι στα θύματα, και εκείνοι που απατούν βιώνουν ψυχολογικές συνέπειες, όπως:
- Ενοχές και τύψεις: Ιδιαίτερα όταν αντιλαμβάνονται το βάθος του πόνου που προκάλεσαν.
- Αυτομομφή: Πολλοί αμφισβητούν την ηθική τους αξία και νιώθουν ντροπή.
- Άγχος: Φόβος ότι θα αποκαλυφθεί η απιστία, ή φόβος απώλειας της σχέσης.
- Εσωτερική σύγκρουση: Αν το άτομο αγαπά τον/την σύντροφό του αλλά ταυτόχρονα έχει αναπτύξει συναισθήματα για το τρίτο πρόσωπο.
Μακροπρόθεσμες συνέπειες
- Δυσκολία εμπιστοσύνης: Τα θύματα συχνά δυσκολεύονται να εμπιστευτούν μελλοντικούς συντρόφους.
- Φόβος δέσμευσης: Η εμπειρία της προδοσίας μπορεί να οδηγήσει σε αποφυγή σοβαρών σχέσεων.
- Επανάληψη μοτίβων: Αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά το τραύμα, το άτομο μπορεί να αναπαράγει το ίδιο μοτίβο σε επόμενες σχέσεις (είτε ως θύμα είτε ως δράστης).
- Αυτοπροστατευτική συμπεριφορά: Συνεχής υποψία, ζήλια και ανάγκη για υπερβολικό έλεγχο του συντρόφου.
Η αποκατάσταση είναι εφικτή αλλά απαιτεί χρόνο και προσπάθεια:
Διαχείριση συναισθημάτων: Αναγνώριση και αποδοχή του θυμού, της λύπης και του φόβου χωρίς καταπίεση.
Θεραπεία ζευγαριών: Βοηθάει στη διαχείριση της κρίσης, στην αποκατάσταση της επικοινωνίας και στην επαναδόμηση της εμπιστοσύνης.
Ατομική ψυχοθεραπεία: Για το θύμα και τον δράστη, ώστε να επεξεργαστούν το τραύμα, τις ενοχές ή τις ανασφάλειές τους.
Ανοιχτός διάλογος: Ειλικρινής επικοινωνία χωρίς κατηγορίες, με σκοπό την κατανόηση και όχι την εκδίκηση.
Παρά τη βαρύτητα του τραύματος, πολλές σχέσεις μπορούν να σωθούν και να αναδομηθούν μετά από απιστία, αρκεί να πληρούνται κάποιες πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Προϋποθέσεις επιτυχούς αποκατάστασης
✔️ Ανάληψη ευθύνης χωρίς δικαιολογίες
Ο “δράστης” πρέπει:
- Να αναλάβει πλήρως την ευθύνη χωρίς να ρίχνει το φταίξιμο στον σύντροφο (“έφταιγες εσύ γιατί ήσουν απόμακρος/η”).
- Να εκφράσει ειλικρινή και βαθιά μεταμέλεια.
- Να δείξει με πράξεις (όχι μόνο λόγια) ότι είναι πρόθυμος/η να επανορθώσει.
Σημαντικό: Αν δεν υπάρξει ανάληψη ευθύνης, η αποκατάσταση σχεδόν πάντα αποτυγχάνει.
✔️ Απόλυτη διαφάνεια
Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης απαιτεί:
- Ανοιχτή πρόσβαση σε μέσα επικοινωνίας (π.χ. κινητά, social media) αν χρειαστεί.
- Ειλικρινή διάλογο χωρίς μυστικοπάθειες ή μισές αλήθειες.
- Ανταπόκριση στις ανάγκες για καθησυχασμό και συναισθηματική διασφάλιση.
✔️ Συστηματική συναισθηματική εργασία
Και οι δύο σύντροφοι χρειάζεται:
- Να διαχειριστούν συνειδητά τα αρνητικά συναισθήματα (θυμό, πικρία, ντροπή).
- Να προσπαθήσουν να κατανοήσουν βαθύτερα τα αίτια που οδήγησαν στην απιστία.
- Να επαναχτίσουν την επικοινωνία και την οικειότητα σταδιακά.
✔️ Επαγγελματική θεραπευτική υποστήριξη
Η θεραπεία ζευγαριών βοηθά:
- Να δημιουργηθεί ένα ασφαλές πλαίσιο έκφρασης συναισθημάτων χωρίς εκρήξεις ή άμυνες.
- Να τεθούν νέες βάσεις εμπιστοσύνης.
- Να επαναδιαπραγματευτούν οι όροι της σχέσης (π.χ. όρια, επικοινωνία, ανάγκες).
Σε ατομικό επίπεδο, η ψυχοθεραπεία βοηθά:
- Το θύμα να επεξεργαστεί το τραύμα του.
- Τον δράστη να κατανοήσει και να ελέγξει τα κίνητρα και τις αδυναμίες του.
✔️ Δημιουργία μιας “νέας σχέσης”
Η αποκατάσταση δεν είναι επιστροφή στην “παλιά” σχέση, αλλά οικοδόμηση μιας νέας με:
- Περισσότερη ειλικρίνεια.
- Καλύτερη επικοινωνία συναισθημάτων και αναγκών.
- Συνειδητή αφοσίωση στην ανάπτυξη της σχέσης.
Οι μελέτες δείχνουν ότι:
- Το πρώτο εξάμηνο μετά την αποκάλυψη είναι κρίσιμο και έντονο.
- Η επούλωση μπορεί να χρειαστεί έως και 2–3 χρόνια για να ολοκληρωθεί ουσιαστικά.
- Καμία “γρήγορη λύση” δεν είναι ρεαλιστική αν το τραύμα είναι βαθύ.
Η απιστία προκαλεί βαρύ συναισθηματικό τραύμα που μπορεί να επηρεάσει βαθιά και μακροχρόνια τη ζωή και των δύο μελών της σχέσης. Όμως, με ειλικρινή ανάληψη ευθύνης, συστηματική προσπάθεια, και σωστή καθοδήγηση, είναι δυνατόν όχι μόνο να επουλωθεί η πληγή, αλλά και να χτιστεί μια νέα, πιο αυθεντική και δυνατή σχέση.