Ο όρος “δημογραφικό πρόβλημα” αναφέρεται σε μία κατάσταση κατά την οποία οι δημογραφικές τάσεις μιας χώρας ή περιοχής οδηγούν σε προβλήματα ή προκλήσεις για την κοινωνία, την οικονομία και το κράτος. Στην περίπτωση της Ελλάδας και άλλων ανεπτυγμένων χωρών, το δημογραφικό πρόβλημα συνδέεται κυρίως με δύο φαινόμενα: τη γήρανση του πληθυσμού και τη μείωση των γεννήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Από το 2010 μέχρι το 2021, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά περίπου 400.000 άτομα, από 11 εκατομμύρια σε περίπου 10,6 εκατομμύρια.Η αρνητική αυτή μεταβολή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι θάνατοι υπερβαίνουν τις γεννήσεις, καθώς και στη μετανάστευση νέων ατόμων.
- Το 2021 καταγράφηκαν περίπου 85.000 γεννήσεις, ενώ οι θάνατοι ξεπέρασαν τις 130.000, προκαλώντας ένα μεγάλο αρνητικό ισοζύγιο φυσικής αύξησης του πληθυσμού.
- Ο δείκτης γονιμότητας (ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα) στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 1,3 πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο αντικατάστασης του πληθυσμού, που είναι περίπου 2,1 παιδιά ανά γυναίκα.
Το δημογραφικό πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη μείωση του πληθυσμού, αλλά και τη γήρανσή του, με συνέπειες σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών αποτελεί περίπου το 22% του πληθυσμού, μια από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη. Η γήρανση του πληθυσμού επιβαρύνει σημαντικά το ασφαλιστικό και το υγειονομικό σύστημα, καθώς αυξάνονται οι συνταξιοδοτικές και ιατρικές ανάγκες. Η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της Ελλάδας αυξάνεται διαρκώς, αγγίζοντας τα 45 έτη το 2021. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων, που δείχνει τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65+ για κάθε 100 άτομα σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών), είναι περίπου 36%, δηλαδή για κάθε 100 εργαζόμενους υπάρχουν 36 άτομα συνταξιούχοι. Αυτός ο δείκτης αυξάνεται σταθερά και εκτιμάται ότι θα φτάσει το 50% έως το 2050. Η αντιμετώπισή του απαιτεί στρατηγικές πολιτικές για την αύξηση των γεννήσεων, την ενίσχυση των νέων οικογενειών, καθώς και τη διαχείριση της γήρανσης του πληθυσμού.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει διπλή δημογραφική πρόκληση όσον αφορά τη μετανάστευση. Από τη μία πλευρά, κατά την οικονομική κρίση, παρατηρήθηκε έξοδος νέων και εξειδικευμένων εργαζομένων στο εξωτερικό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 500.000 άτομα έφυγαν από τη χώρα την περίοδο 2010-2020. Από την άλλη πλευρά, η χώρα δέχεται κύματα μεταναστών και προσφύγων, κυρίως από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, γεγονός που δημιουργεί προκλήσεις στην ένταξή τους στην κοινωνία και την αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα θα έχει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς ηλικιωμένων στην Ευρώπη έως το 2050, εάν δεν υπάρξουν δραστικές αλλαγές. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι εάν συνεχιστεί η ίδια τάση, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συρρικνωθεί περαιτέρω, αγγίζοντας τα 8-9 εκατομμύρια μέχρι το 2050. Η Ελλάδα θα είναι ανάμεσα στις χώρες με τον πιο γηρασμένο πληθυσμό, με ποσοστό ατόμων άνω των 65 ετών που θα φτάσει ή και θα ξεπεράσει το 30%.

Η οικονομική αβεβαιότητα στην Ελλάδα επιδεινώνει τις δημογραφικές προκλήσεις, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα των νέων να δημιουργήσουν οικογένειες, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε μετανάστευση και καθυστερήσεις στην απόκτηση παιδιών. Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων, αν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για τον πληθυσμό και την οικονομία της χώρας. Η οικονομική αβεβαιότητα παίζει κρίσιμο ρόλο στην επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα.
Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η μείωση γεννήσεων, αυτό συμβαίνει διότι η υψηλή ανεργία, οι επισφαλείς μορφές εργασίας και οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν σε ανασφάλεια για το μέλλον. Πολλά νέα ζευγάρια αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν παιδιά, φοβούμενα ότι δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι περικοπές στις δημόσιες παροχές και οι περιορισμένοι πόροι για κοινωνικές παροχές, όπως επιδόματα γονεϊκής άδειας, παιδικών σταθμών ή υγειονομικής φροντίδας, κάνουν πιο δύσκολη την απόφαση για απόκτηση παιδιών. Οι νέοι στην Ελλάδα συχνά καθυστερούν τη δημιουργία οικογένειας λόγω οικονομικών πιέσεων. Αυτή η αναβολή έχει μακροπρόθεσμο αντίκτυπο, καθώς η γονιμότητα μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία των γυναικών.
Άλλο ενα σοβαρό πρόβλημα είναι η περιορισμένη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση λόγω υψηλών τιμών ακινήτων, δανείων και ενοικίων, επιδεινώνοντας την οικονομική ανασφάλεια για τους νέους. Αυτό έχει ως συνέπεια η ανεργία, ειδικά στους νέους, να τους ωθεί να μεταναστεύσουν σε χώρες με καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές, με αποτέλεσμα την μείωση του πληθυσμύ της αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα. Επίσης υπάρχει εξαγωγή επιστημονικού δυναμικού, πολλοί από αυτούς που φεύγουν είναι μορφωμένοι και σε αναπαραγωγική ηλικία.Ως αποτέλεσμ αυτού η μετανάστευσή τους να στερεί από την Ελλάδα τη δυνατότητα να αυξήσει τον πληθυσμό της.
Επίσης, το κόστος της εκπαίδευσης, της υγείας, και των καθημερινών εξόδων για τα παιδιά έχει αυξηθεί. Τα ζευγάρια αποφεύγουν να αποκτήσουν περισσότερα από ένα ή δύο παιδιά λόγω των οικονομικών επιβαρύνσεων. Πολλοί γονείς χρειάζονται δύο δουλειές για να καλύψουν τα έξοδα, ενώ παράλληλα δεν μπορούν να έχουν αρκετό χρόνο να αφιερώσουν στα παιδιά τους.
Η υποχρηματοδότηση σε τομείς όπως η υγεία και η παιδεία σημαίνει λιγότερες και χαμηλότερης ποιότητας παροχές για τις οικογένειες. Αυτό δημιουργεί περαιτέρω εμπόδια στην απόκτηση παιδιών. Παρά την οικονομική κρίση, η έλλειψη αποτελεσματικών πολιτικών που θα στηρίζουν νέες οικογένειες, όπως επιδόματα παιδιών, φοροελαφρύνσεις και πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς, δυσκολεύει την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η αύξηση της ηλικίας στην απόκτηση του πρώτου παιδιού, αποτελεί κεντρικό στοιχείο στο πλαίσιο του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι γυναίκες ακολουθούν ολοένα και περισσότερο ανώτερες σπουδές και επιδιώκουν υψηλότερες επαγγελματικές φιλοδοξίες. Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερες χρονικές επενδύσεις στην εκπαίδευση, με πολλές γυναίκες να εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά τα 25 τους χρόνια. Ο στόχος της σταδιοδρομίας παρατείνει τον χρόνο πριν λάβουν την απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια. Οι γυναίκες πολλές φορές επιθυμούν πρώτα να σταθεροποιηθούν επαγγελματικά και οικονομικά πριν εξετάσουν την πιθανότητα απόκτησης παιδιών.
Η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως μετά το 2008, έχει δημιουργήσει σημαντική οικονομική ανασφάλεια για πολλούς νέους. Η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί και οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας αποθαρρύνουν τα νέα ζευγάρια από το να αποκτήσουν παιδιά νωρίς, καθώς αισθάνονται ότι δεν έχουν την οικονομική σταθερότητα που απαιτείται για την ανατροφή παιδιών. Πολλοί νέοι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν με τους γονείς τους έως ότου μπορέσουν να αποκτήσουν δική τους κατοικία ή σταθερή δουλειά, κάτι που επίσης καθυστερεί τη δημιουργία οικογένειας.
Σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες, η απόκτηση παιδιού σε νεαρή ηλικία δεν θεωρείται πλέον αναγκαία ή φυσική συνέπεια της ενήλικης ζωής. Υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή για την επιλογή της αναβολής της τεκνοποίησης, καθώς οι κοινωνίες δίνουν έμφαση στην προσωπική ανάπτυξη, την απόκτηση εμπειριών και την καριέρα. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές προσδοκίες έχουν αλλάξει, με λιγότερη πίεση προς τις γυναίκες να γίνουν μητέρες σε νεαρή ηλικία. Αυτό έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη ελευθερία στην απόφαση του πότε θα αποκτήσουν παιδί.

Η εξέλιξη των τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF), έχει κάνει την απόκτηση παιδιών σε μεγαλύτερες ηλικίες πιο εφικτή. Πολλές γυναίκες αισθάνονται πλέον ότι έχουν την επιλογή να καθυστερήσουν την απόκτηση παιδιών, βασιζόμενες στην τεχνολογία που μπορεί να βοηθήσει στη γονιμότητα όταν επιλέξουν να γίνουν μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι τεχνολογίες αυτές έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες και οι άνδρες προσεγγίζουν τον οικογενειακό προγραμματισμό, δίνοντάς τους περισσότερο χρόνο και ευκαιρίες να επικεντρωθούν σε άλλες πτυχές της ζωής τους. Η καθυστέρηση στην απόκτηση παιδιού μπορεί να επιφέρει διάφορες συνέπειες τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο: Η γυναικεία γονιμότητα μειώνεται φυσικά με την ηλικία. Έτσι, όταν οι γυναίκες καθυστερούν την απόκτηση παιδιού, αυξάνεται ο κίνδυνος υπογονιμότητας ή η ανάγκη για ιατρική παρέμβαση. Μετά τα 35 χρόνια, η ικανότητα μιας γυναίκας να συλλάβει μειώνεται σημαντικά, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα εξωσωματικής γονιμοποίησης και άλλων τεχνικών για να επιτευχθεί κύηση. Οι γυναίκες που επιλέγουν να τεκνοποιήσουν σε μεγαλύτερη ηλικία διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη, όπως υπέρταση, διαβήτη κύησης και προεκλαμψία. Επιπλέον, αυξάνονται οι πιθανότητες γέννησης παιδιών με γενετικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down.
Η καθυστέρηση στην απόκτηση του πρώτου παιδιού μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα απόκτησης δεύτερου ή τρίτου παιδιού, καθώς οι γυναίκες μπορεί να φτάσουν σε ηλικία που η γονιμότητά τους έχει μειωθεί περαιτέρω. Αυτό συμβάλλει στη μείωση του συνολικού αριθμού των παιδιών που γεννιούνται, ενισχύοντας το πρόβλημα της υπογεννητικότητας. Όταν οι γεννήσεις μειώνονται και οι γυναίκες αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερες ηλικίες, ο συνολικός πληθυσμός μιας χώρας αρχίζει να γερνάει. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότεροι νέοι άνθρωποι για να στηρίξουν τον κοινωνικό ιστό, γεγονός που επηρεάζει την οικονομία, την αγορά εργασίας και τα κοινωνικά συστήματα, όπως το συνταξιοδοτικό σύστημα και η υγειονομική περίθαλψη.
Η απόκτηση παιδιών σε μεγαλύτερη ηλικία μπορεί να επηρεάσει τη σχέση γονέων-παιδιών, καθώς οι γονείς μπορεί να έχουν λιγότερη ενέργεια ή να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της υγείας λόγω της ηλικίας τους. Οι γονείς σε μεγαλύτερες ηλικίες μπορεί επίσης να χρειαστεί να φροντίσουν ταυτόχρονα τα παιδιά τους και τους ηλικιωμένους γονείς τους (σύνδρομο της «sandwich generation»). Η αύξηση της ηλικίας στην απόκτηση πρώτου παιδιού αποτελεί σύνθετο φαινόμενο που συνδέεται με τις σύγχρονες κοινωνικές, οικονομικές και βιοϊατρικές εξελίξεις. Ενώ παρέχει στις γυναίκες τη δυνατότητα να επενδύσουν περισσότερο στην καριέρα και την προσωπική τους ανάπτυξη, δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στην αναπαραγωγή, επιβαρύνοντας τόσο τα ίδια τα άτομα όσο και τις κοινωνίες στο σύνολό τους. Οι πολιτικές που προωθούν την υποστήριξη της οικογένειας και της εργασιακής ισορροπίας μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση αυτών των συνεπειών, ενθαρρύνοντας τα ζευγάρια να αποκτήσουν παιδιά σε πιο κατάλληλες και ασφαλείς συνθήκες.
Η μετανάστευση αποτελεί έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες που επιβαρύνουν το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Η χώρα, ιδιαίτερα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2009, έχει καταγράψει υψηλά επίπεδα εκροής πληθυσμού, κυρίως νέων, μορφωμένων ατόμων. Αυτή η τάση έχει επιδεινώσει σημαντικά το δημογραφικό ισοζύγιο για διάφορους λόγους. Οι νέοι και μορφωμένοι Έλληνες, συχνά αναφερόμενοι ως «brain drain», επιλέγουν να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και παγκοσμίως, κυρίως λόγω της ανεργίας, των χαμηλών μισθών και της έλλειψης προοπτικών σταδιοδρομίας στην Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν κρίσιμη βάση για την οικονομία της χώρας, καθώς είναι εξειδικευμένο και παραγωγικό εργατικό δυναμικό, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη και την καινοτομία. Η έξοδος μεγάλου αριθμού νέων από τη χώρα επηρεάζει άμεσα το ποσοστό γεννήσεων. Όταν οι νέοι επιλέγουν να μεταναστεύσουν για καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές στο εξωτερικό, συχνά καθυστερούν ή αποφεύγουν να δημιουργήσουν οικογένεια, κάτι που μειώνει τον αριθμό των γεννήσεων. Στις χώρες υποδοχής, αν και πολλοί τελικά δημιουργούν οικογένειες, αυτό δεν συνεισφέρει στο γεννητικό ποσοστό της Ελλάδας. Η μετανάστευση δεν αφορά μόνο την απώλεια ανθρώπινου δυναμικού αλλά και την απώλεια κοινωνικού κεφαλαίου. Νέοι που μεγαλώνουν σε ξένα κράτη αποξενώνονται από τη χώρα καταγωγής τους, με αποτέλεσμα την αδυναμία επαναφοράς αυτών των ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία, ακόμα και αν επιστρέψουν κάποια στιγμή. Οι δεσμοί με την ελληνική κοινωνία εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου, επηρεάζοντας τις κοινωνικές δομές και την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας.
Συνέπεια της φυγής νέων ατόμων από την Ελλάδα είναι η χώρα να χάνει τους εν δυνάμει φορολογούμενους πολίτες της, ενώ έχει επενδύσει στην εκπαίδευση και την κατάρτισή τους. Έτσι, αντί οι επενδύσεις αυτές να αποφέρουν μακροπρόθεσμα οφέλη για την ελληνική οικονομία, οι νέοι συνεισφέρουν στην ανάπτυξη άλλων χωρών. Αυτό δημιουργεί δημοσιονομική ανισορροπία, καθώς λιγότεροι εργαζόμενοι στην Ελλάδα συνεισφέρουν στα δημόσια έσοδα και στο ασφαλιστικό σύστημα, επιδεινώνοντας τη βιωσιμότητα των κοινωνικών δομών της χώρας. Η Ελλάδα χάνει σημαντικές ευκαιρίες για οικονομική καινοτομία και ανάπτυξη λόγω της απώλειας ανθρώπων που μπορούν να συμβάλουν στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Πολλοί μετανάστες Έλληνες διαπρέπουν σε τομείς όπως οι τεχνολογίες πληροφορικής, η επιστήμη, η ιατρική και οι επιχειρήσεις στις χώρες υποδοχής, ενώ αν είχαν παραμείνει στη χώρα, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εθνική πρόοδο και την ανταγωνιστικότητα. Παράλληλα, ενώ η εκροή μορφωμένων νέων είναι έντονη, οι εισροές μεταναστών στην Ελλάδα δεν αντισταθμίζουν πλήρως αυτήν την απώλεια. Οι μετανάστες που φτάνουν στη χώρα συχνά δεν έχουν το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης ή εξειδίκευσης, κάτι που δημιουργεί ανισορροπία στο εργατικό δυναμικό. Η έλλειψη ελκυστικών πολιτικών για να επιστρέψουν οι Έλληνες μετανάστες, δυσχεραίνει περαιτέρω την αντιστροφή αυτής της κατάστασης.
Η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Όταν ο ενεργός πληθυσμός μειώνεται, η οικονομία μπορεί να αντιμετωπίσει ελλείψεις σε εργαζόμενους, ειδικά σε τομείς που απαιτούν εξειδικευμένες δεξιότητες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας και επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Η μείωση των φορολογούμενων ατόμων σημαίνει αυτόματα και μείωση των φορολογικών εσόδων, που με τη σειρά του περιορίζει τις δυνατότητες του κράτους να χρηματοδοτεί κοινωνικά προγράμματα και υπηρεσίες. Οι γηραιότεροι τείνουν να καταναλώνουν λιγότερο από τους νεότερους, ενώ οι οικογένειες με μικρό αριθμό παιδιών έχουν επίσης χαμηλότερη κατανάλωση. Αυτό περιορίζει τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες, πλήττοντας την εγχώρια αγορά. Η αβεβαιότητα σχετικά με την μελλοντική ανάπτυξη και την αύξηση του πληθυσμού μπορεί να αποθαρρύνει τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις βλέπουν χαμηλότερες προοπτικές κέρδους. Πολλές αγροτικές περιοχές της Ελλάδας βλέπουν τους πληθυσμούς τους να μειώνονται δραματικά. Αυτό οδηγεί στην ερήμωση των χωριών, στην έλλειψη εργασίας και υπηρεσιών, και δυσχεραίνει τη διατήρηση βασικών υποδομών. Οι μεγάλες πόλεις μπορεί να διατηρήσουν σταθερό ή και αυξημένο πληθυσμό μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά η κοινωνική συνοχή ενδέχεται να επηρεαστεί λόγω των αυξανόμενων ανισοτήτων.
Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας της Ελλάδας. Στοχευμένες πολιτικές, όπως η ενίσχυση της οικονομίας, η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και η προώθηση της καινοτομίας, μπορούν να συνδυαστούν με στόχο την προώθηση ενός βιώσιμου και ισορροπημένου πληθυσμού στην Ελλάδα, βελτιώνοντας παράλληλα τις συνθήκες διαβίωσης και την κοινωνική συνοχή. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν παροχή επιδομάτων στις οικογένειες για να μειωθεί το οικονομικό βάρος που σχετίζεται με την ανατροφή παιδιών, φορολογικές ελαφρύνσεις για τις πολύτεκνες οικογένειες και για γονείς με χαμηλό εισόδημα , ώστε να μπορούν να λάβουν φορολογικά κίνητρα. Επίσης, η διευκόλυνση της πρόσβασης σε ποιοτικές δομές φύλαξης παιδιών, ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή των γονέων στην εργασία.
Οι προτεινόμενες λύσεις για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος απαιτεί συνολικές πολιτικές παρεμβάσεις που θα εξισορροπήσουν την ανάπτυξη με τις κοινωνικές ανάγκες. Η επιτυχής εφαρμογή αυτών των πολιτικών θα συμβάλλει στη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος για τη χώρα.