Saientologismos

Σαϊεντολογισμός: Πλήρης ανάλυση ενός σύγχρονου θρησκευτικού κινήματος

Ο σαϊεντολογισμός δεν είναι μια απλή νέα θρησκεία ή κίνημα πνευματικότητας. Πρόκειται για ένα περίπλοκο σύστημα αντιλήψεων που εμπεριέχει στοιχεία φιλοσοφίας, ψυχολογίας, μεταφυσικής και επιχειρηματικής στρατηγικής. Από τη γέννησή του μέχρι σήμερα, έχει προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις, διθυραμβικές υποστηρίξεις και σφοδρές επικρίσεις. Σε αντίθεση με άλλες θρησκείες που βασίζονται σε αποκαλύψεις, ιερά πρόσωπα ή παραδόσεις αιώνων, ο σαϊεντολογισμός δημιουργήθηκε από έναν εν ζωή συγγραφέα, γεγονός που επιτείνει την αίσθηση τεχνητής δομής. Στον πυρήνα του εντοπίζεται η επιδίωξη της “πλήρους πνευματικής ελευθερίας” μέσω εσωτερικής ανακάλυψης, καθοδηγούμενης εξομολόγησης και σταδιακής αποδέσμευσης από τραυματικές επιρροές.

Η προσωπικότητα του ιδρυτή και οι απαρχές του κινήματος

Ο ιδρυτής, Λαφαγιέτ Ρον Χάμπαρντ, υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, προτού αποφασίσει να ασχοληθεί με την πνευματικότητα και την αυτογνωσία. Η στροφή του έγινε εμφανής με τη δημοσίευση του βιβλίου “Dianetics: The Modern Science of Mental Health” το 1950, το οποίο θεωρήθηκε από τους υποστηρικτές του επαναστατικό. Εκεί εισήγαγε την ιδέα ότι τα ψυχικά τραύματα, τα οποία ονομάζονται “εγγράμματα”, παραμένουν καταγεγραμμένα στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Χάμπαρντ ισχυρίστηκε ότι, μέσω της “διανοητικής” μεθόδου, μπορεί κανείς να απελευθερωθεί από αυτά τα εγγράμματα και να γίνει “Clear” (καθαρός). Όμως, λόγω των νομικών και επιστημονικών αντιδράσεων, η Διανοητική δεν αναγνωρίστηκε ως επιστημονική θεραπεία, οπότε ο Χάμπαρντ αποφάσισε να την εντάξει στο πλαίσιο μιας νέας θρησκείας, ιδρύοντας έτσι την Εκκλησία της Σαϊεντολογίας το 1954.

Βασικές αρχές και η φιλοσοφία του Θήταν

Στην καρδιά της σαϊεντολογίας βρίσκεται η έννοια του “Θήταν”. Το άτομο θεωρείται ότι είναι ένα πνευματικό ον, άυλο και αθάνατο, που έχει υπάρξει για δισεκατομμύρια χρόνια. Το σώμα και ο νους είναι προσωρινά μέσα κατοίκησης, και ο τελικός στόχος του Θήταν είναι η πλήρης αποδέσμευση από τα δεσμά της ύλης και του χρόνου. Η σαϊεντολογική κοσμοθεωρία δανείζεται ιδέες από τον Γνωστικισμό, την Ανατολική μεταφυσική, αλλά και τη σύγχρονη ψυχολογία, συνθέτοντας ένα πλαίσιο στο οποίο κάθε εμπειρία καταγράφεται και επηρεάζει τις επόμενες ζωές. Μέσω της πρακτικής του auditing, δηλαδή της καθοδηγούμενης ανάκλησης αναμνήσεων με τη χρήση του ηλεκτρονικού οργάνου E-Meter, ο πιστός σταδιακά αποφορτίζεται από τις επιβαρύνσεις του παρελθόντος. Οι συνεδρίες αυτές υποτίθεται ότι οδηγούν στην επίτευξη εσωτερικής ηρεμίας και απελευθέρωσης του Θήταν.

Basic Principle

Οι βαθμίδες πνευματικής εξέλιξης ονομάζονται “Operating Thetan levels” (ΟΤ), και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιεραρχίας του κινήματος. Από το OT I μέχρι το OT VIII (και θεωρητικά πέρα από αυτό), ο πιστός καλείται να καταβάλει οικονομικά και ψυχολογικά αντίτιμα για να μυηθεί σε όλο και πιο προχωρημένα μυστικά. Από το OT III και εξής, η διδασκαλία αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα, εισάγοντας τη μυθολογία του εξωγήινου τυράννου Ξήνου, ο οποίος υποτίθεται ότι πριν 75 εκατομμύρια χρόνια μετέφερε δισεκατομμύρια πνευματικές οντότητες στη Γη, τις παγίδευσε και τις φόρτωσε με τραύματα. Οι οντότητες αυτές, γνωστές ως “body thetans”, θεωρείται ότι παραμένουν προσκολλημένες στα ανθρώπινα σώματα. Η απομάκρυνσή τους απαιτεί πολύωρες συνεδρίες και υψηλό οικονομικό κόστος. Το δόγμα αυτό θεωρείται από πολλούς επικριτές ως ψευδοθρησκευτική μυθολογία με στοιχεία φαντασίας και παραπλάνησης.


Η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας δεν λειτουργεί ως παραδοσιακός θρησκευτικός οργανισμός. Η δομή της θυμίζει πολυεθνική εταιρεία, με αυστηρά καθορισμένα επίπεδα εξουσίας, πειθαρχικές πρακτικές και κανόνες μυστικότητας. Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται η Sea Organization, μια ελίτ ομάδα που υπογράφει συμβόλαια αιώνιας πίστης. Τα μέλη της εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες, συχνά με ελάχιστη ή καθόλου αμοιβή, και υπόκεινται σε συνεχείς ελέγχους, αναφορές και αξιολογήσεις. Η εσωτερική λογοδοσία είναι εξαιρετικά αυστηρή και η παραμικρή αμφισβήτηση της ιεραρχίας μπορεί να επιφέρει τιμωρίες, εξοστρακισμό ή επαναπρογραμματισμό.

Ο σαϊεντολογισμός βασίζεται σε ένα σύστημα αμοιβών για κάθε στάδιο πνευματικής προόδου. Η πρόσβαση σε ανώτερα επίπεδα της πίστης απαιτεί την καταβολή χιλιάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων. Τα έσοδα προέρχονται από auditing συνεδρίες, εκπαιδευτικά πακέτα, βιβλία, σεμινάρια και δωρεές. Ο οικονομικός έλεγχος των μελών ασκείται μέσω συνεχιζόμενης ανάγκης για “προχωρημένη εκπαίδευση”, ενώ η Εκκλησία διατηρεί επίσης ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο ακινήτων σε όλο τον κόσμο. Η περιουσία της υπολογίζεται σε δισεκατομμύρια δολάρια, κάτι που ενισχύει την επιρροή της αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί καχυποψία για τις προτεραιότητές της.

Η Εκκλησία έχει αναπτύξει δική της παιδαγωγική μέθοδο που ονομάζεται “Study Tech”, βασισμένη στη θεωρία ότι η αποτυχία στην κατανόηση προέρχεται από παραβλέψεις στη λέξη-κλειδί και την ακριβή έννοια όρων. Τα μαθήματα παρέχονται με σταθερή επανάληψη, αυστηρή παρακολούθηση και υποχρεωτική χρήση λεξικών. Επιπλέον, κάθε μέλος υπόκειται σε συνεχή αξιολόγηση από ανώτερους λειτουργούς και αναφορές από άλλα μέλη, με στόχο την “πνευματική ευθυγράμμιση”. Η εσωτερική γλώσσα περιλαμβάνει ειδική ορολογία, πλήθος αρκτικολέξων και τεχνικούς όρους, που απομονώνουν το μέλος από τον εξωτερικό κόσμο και το καθιστούν εξαρτημένο από το περιβάλλον της Εκκλησίας.


Ο σαϊεντολογισμός έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα για πρακτικές χειραγώγησης, οικονομικής εκμετάλλευσης και ψυχολογικής καταπίεσης. Σε πολλές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, έχει χαρακτηριστεί επικίνδυνη αίρεση και παρακολουθείται από τις κρατικές αρχές. Παράλληλα, πρώην μέλη καταγγέλλουν ψυχολογικό εκφοβισμό, συστηματική παρακολούθηση, και απόπειρες δυσφήμισης. Οι υποθέσεις έχουν φτάσει στα ανώτατα δικαστήρια πολλών κρατών. Η νομική αναγνώριση ως θρησκεία στις ΗΠΑ, που κερδήθηκε το 1993 έπειτα από πολυετή διαμάχη με την Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων, παρείχε στην Εκκλησία φορολογική απαλλαγή και ενίσχυσε τη νομική της υπόσταση, παρά τις ενστάσεις πολλών κοινωνικών και πολιτικών φορέων.

Έχει επενδύσει στρατηγικά στη στρατολόγηση διάσημων προσώπων, προκειμένου να αυξήσει τη δημόσια εικόνα του και να προσελκύσει νέα μέλη. Ο Τομ Κρουζ, ο Τζον Τραβόλτα και άλλες διασημότητες έχουν γίνει πρεσβευτές του κινήματος, δίνοντας συνεντεύξεις και υποστηρίζοντας δημόσια τη φιλοσοφία του. Η Εκκλησία διατηρεί ειδικά “Celebrity Centres”, πολυτελή κέντρα υποδοχής αποκλειστικά για προσωπικότητες με επιρροή. Η τακτική αυτή έχει διπλή στόχευση: από τη μία αποσκοπεί στην προβολή θετικής εικόνας και από την άλλη δημιουργεί ένα φαινομενικό κύρος, που ασκεί γοητεία σε νεότερους και αναζητητές πνευματικών εμπειριών.

Το ετήσιο γκαλά IAS που πραγματοποιήθηκε στο Saint Hill στο East Grinstead της Αγγλίας – περίπου 50 μίλια νότια του Λονδίνου.(Οκτώβριος 2024)
Scientology Event

Κριτική, αποκαλύψεις και αντίσταση

Η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας έχει βρεθεί επανειλημμένα στο επίκεντρο σφοδρής δημόσιας και ακαδημαϊκής κριτικής, κυρίως λόγω των αυστηρών εσωτερικών της δομών, της έλλειψης διαφάνειας και των καταγγελιών για χειραγώγηση, καταστολή της αντίθετης άποψης και ψυχολογική καταπίεση. Πολυάριθμα πρώην μέλη έχουν δώσει μαρτυρίες για επιθετικές τακτικές, όπως εκβιασμούς, απειλές, παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής και κοινωνική απομόνωση, μέσω του μηχανισμού της “αποσύνδεσης”, που επιβάλλει στους πιστούς να διακόψουν κάθε επαφή με επικριτικά άτομα, ακόμη και εάν πρόκειται για οικογένεια.

Η δημοσιογραφική έρευνα υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην αποκάλυψη των εσωτερικών μηχανισμών της Εκκλησίας. Ντοκιμαντέρ όπως το “Going Clear: Scientology and the Prison of Belief” του HBO (σε σκηνοθεσία Άλεξ Γκίμπνεϊ) βασίστηκε σε συνεντεύξεις πρώην μελών υψηλής βαθμίδας και αποκάλυψε αθέατες πτυχές της λειτουργίας της Εκκλησίας, από την κακομεταχείριση στελεχών έως τις εσωτερικές τιμωρίες. Η Leah Remini, πρώην μέλος και ηθοποιός, ξεκίνησε τηλεοπτική σειρά με τίτλο “Scientology and the Aftermath”, φέρνοντας στο φως σοκαριστικές μαρτυρίες θυμάτων της Εκκλησίας.

Ένα από τα σημαντικότερα μέτωπα αντίστασης κατά του σαϊεντολογισμού υπήρξε η διαδικτυακή ακτιβιστική ομάδα Anonymous, η οποία ξεκίνησε το 2008 την εκστρατεία “Project Chanology“. Μέσω αυτής, οργανώθηκαν παγκόσμιες διαδηλώσεις έξω από κτίρια της Εκκλησίας, αποκαλύφθηκαν εσωτερικά βίντεο (όπως εκείνο με τον Τομ Κρουζ να μιλά υπέρ του κινήματος) και διέρρευσαν απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν τον αυστηρό εσωτερικό έλεγχο, την τιμολογιακή πολιτική και την στρατηγική καταπολέμησης επικριτών.

Ακαδημαϊκά, πολλοί κοινωνιολόγοι θρησκείας επισημαίνουν τη δυσκολία κατηγοριοποίησης της Εκκλησίας, εξαιτίας του ιδιότυπου χαρακτήρα της: δεν βασίζεται σε μεταφυσική αποκάλυψη ή θείο πρόσωπο, αλλά σε μια εσωτερική διαδικασία αυτοβελτίωσης που μοιάζει με θεραπευτική προσέγγιση. Αυτό το υβριδικό προφίλ την καθιστά ταυτόχρονα θρησκεία, εμπορική επιχείρηση και ψυχολογικό πρόγραμμα, γεγονός που ενισχύει την καχυποψία απέναντί της.

Η αντίσταση δεν περιορίζεται μόνο στο διαδίκτυο ή στις αίθουσες δικαστηρίων. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρώην πιστοί που μετατράπηκαν σε ακτιβιστές, αλλά και δημοσιογράφοι έχουν θέσει στο στόχαστρο το κίνημα, με σκοπό την ενημέρωση και την προστασία των πολιτών από πιθανές καταχρηστικές πρακτικές. Οι φωνές αυτές, παρά τις νομικές και επικοινωνιακές αντιδράσεις της Εκκλησίας, έχουν ενισχύσει τη δημόσια επίγνωση και έχουν δημιουργήσει ένα φραγμό στην περαιτέρω εξάπλωση του σαϊεντολογισμού.


Η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας, παρά την απώλεια δημόσιας αποδοχής, διατηρεί ακόμα έναν σκληρό πυρήνα υποστηρικτών και ένα ισχυρό δίκτυο ακινήτων, εταιρειών και οργανισμών. Τα οικονομικά της παραμένουν σταθερά, κυρίως λόγω επενδύσεων σε ακίνητα υψηλής αξίας σε μητροπολιτικά κέντρα, καθώς και από τη συνεισφορά πιστών που εξακολουθούν να επενδύουν στις βαθμίδες ΟΤ και σε συνεδρίες auditing. Σε οργανωτικό επίπεδο, η Εκκλησία επιχειρεί να δείξει πρόσωπο διαφάνειας, εκσυγχρονίζοντας την εικόνα της μέσω νέων εγκαταστάσεων, τεχνολογικών μέσων και δημόσιων σχέσεων. Στην πράξη, ωστόσο, οι δομές ελέγχου παραμένουν ανέπαφες, και η πρόσβαση σε πληροφορίες εξακολουθεί να ελέγχεται αυστηρά.

Η στρατηγική προβολής συνεχίζεται με ιδιαίτερη έμφαση στην ψηφιακή παρουσία. Ιστοσελίδες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακές καμπάνιες προωθούν μια εξωστρεφή και “ανθρωπιστική” εκδοχή του σαϊεντολογισμού, επικεντρωμένη σε θέματα ατομικής ελευθερίας, κοινωνικής ευθύνης και καταπολέμησης εξαρτήσεων. Ταυτόχρονα, η Εκκλησία προσπαθεί να διεισδύσει σε νέα πεδία επιρροής, όπως τα προγράμματα κατά των ναρκωτικών, οι αναγνωρισμένες ΜΚΟ και οι εκπαιδευτικές δομές, προσφέροντας μεθόδους βασισμένες στη “Study Tech”.

Ωστόσο, η διεθνής αποδοκιμασία έχει επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη της. Στη Γερμανία, οι αρχές την παρακολουθούν ως αντικοινωνική οργάνωση, ενώ στη Γαλλία έχει καταδικαστεί για εξαπάτηση. Ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διαθέτει τη μεγαλύτερη νομική προστασία, η Εκκλησία δέχεται αυξανόμενη πίεση από δημοσιογράφους, πρώην μέλη και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η σταδιακή διαρροή μελών και η γήρανση του πληθυσμού των υποστηρικτών της προκαλούν ανησυχία για τη βιωσιμότητα του κινήματος.

Η μελλοντική προοπτική του σαϊεντολογισμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να επανεφεύρει τον εαυτό του, να προσεγγίσει νέα κοινά και να απεμπλακεί από τις αμφιλεγόμενες πρακτικές του παρελθόντος. Αν δεν προσαρμοστεί στις νέες ηθικές και κοινωνικές απαιτήσεις, ενδέχεται να περιοριστεί σε μια περιθωριακή παρουσία με αμυντικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, εάν επιτύχει μια εσωτερική ανανέωση και απελευθέρωση από τον αυταρχισμό που τη διακρίνει, θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ένα πιο διαλλακτικό, αν και πάντα ιδιότυπο, θρησκευτικό ρεύμα.

Facebook
Twitter
LinkedIn