Στις 29 Νοεμβρίου, οι συριακές ανταρτικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία της ισλαμιστικής ομάδας Hayat Tahrir al-Sham (HTS), εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση στο Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Η επίθεση αυτή οδήγησε στην κατάληψη μεγάλου μέρους της πόλης, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς αεροδρομίου της.
Η ταχεία προέλαση των ανταρτών προκάλεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ετοιμότητα των κυβερνητικών δυνάμεων του Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ. Οι αντάρτες κατέλαβαν στρατηγικές περιοχές, όπως η Ακρόπολη του Χαλεπίου και το κέντρο της πόλης, με ελάχιστη αντίσταση από τις κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την περιοχή ας-Σαφίρα.
Η επίθεση αυτή σηματοδοτεί την πρώτη φορά από το 2016 που οι αντάρτες εισέρχονται στο Χαλέπι, γεγονός που αναζωπυρώνει τη συριακή σύγκρουση μετά από χρόνια σχετικής ηρεμίας. Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από την εμπλοκή ξένων δυνάμεων, με τη Ρωσία να πραγματοποιεί αεροπορικές επιδρομές σε υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ, προκαλώντας σημαντικές απώλειες.
Η Τουρκία, η οποία υποστηρίζει ορισμένες ανταρτικές ομάδες, δήλωσε ότι οι διπλωματικές της προσπάθειες για παύση των κυβερνητικών επιθέσεων απέτυχαν, οδηγώντας στην κλιμάκωση της σύγκρουσης. Επιπλέον, οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), υπό κουρδική ηγεσία, κατέλαβαν το διεθνές αεροδρόμιο του Χαλεπίου, προσθέτοντας μια νέα διάσταση στην ήδη περίπλοκη κατάσταση.
Η ανθρωπιστική κατάσταση επιδεινώνεται, με αναφορές για εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες εκτοπισμένους. Τα νοσοκομεία του Χαλεπίου είναι υπερπλήρη, ενώ πολλές ιδιωτικές κλινικές έχουν κλείσει. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις, καθώς η αναζωπύρωση της σύγκρουσης απειλεί την εύθραυστη σταθερότητα της περιοχής.
Συνολικά, η κατάληψη του Χαλεπίου από τους αντάρτες αποτελεί σημαντική καμπή στη συριακή σύγκρουση, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.